Παντελής Καλαϊτζίδης
Σε αντίθεση με τα όσα ανιστορικά διατείνονται οι φωνασκούντες στα τηλεπαράθυρα κληρικοί και θεολόγοι, για δέκα σχεδόν αιώνες ο γάμος και τα σχετικά με τη νομοθεσία του ανήκαν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της πολιτείας («πολιτικός γάμος»).
Η υποχρεωτική ιερολογία του γάμου ξεκινάει μόλις το 893 μ. Χ. από τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό, ενώ και αυτή ακόμη η απλή νομική κατοχύρωση της εκκλησιαστικής ιερολογίας του γάμου (που ώς το τέλος του 9ου μ.Χ. αιώνα δεν είναι πλήρως διαμορφωμένη) αρχίζει από την εποχή του Ιουστινιανού και μετά. Την ίδια περίοδο έχουμε νόμιμες (κατά την πολιτεία) μορφές εκτός γάμου συμβίωσης (παλλακεία), με τις οποίες αν και η Εκκλησία διαφωνούσε, από λεπτότητα έναντι του νόμου (και των εμπλεκόμενων προσώπων;) και εφαρμόζοντας την εκκλησιαστική αρχή της οικονομίας, φαίνεται εξωτερικά να τις ανεχόταν. Οσο ο γάμος ήταν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της κρατικής αρχής, η εκκλησιαστική ευλογία του δεν είχε κανένα σχεδόν τελετουργικό περιεχόμενο, και οι σύζυγοι ενυμφεύοντο κατά την ευχαριστιακή σύναξη, όπως διαβάζουμε για παράδειγμα στις συγγραφές του αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας (2ος μ.Χ. αι.). Οταν, όμως, η Εκκλησία απέκτησε νομικές/κοσμικές αρμοδιότητες επί του γάμου, μειώθηκε σημαντικά, αν δεν τέθηκε πλήρως στο περιθώριο, ο εκκλησιολογικός και μυσταγωγικός του χαρακτήρας, και επικράτησε ο κοινωνικός κομφορμισμός.
Υπό το φως των ανωτέρω, και δεδομένου ότι σκοπός και πρωταρχική αποστολή της Εκκλησίας δεν είναι ο γάμος καθ' εαυτόν και η οικογένεια, αλλά η σωτηρία του κόσμου και του ανθρώπου, θεωρούμε ότι η εκ μέρους της πολιτείας προσπάθεια νομικής ρύθμισης της ελεύθερης συμβίωσης επιλύει ορισμένα σοβαρά προβλήματα, και μπορεί ενδεχομένως να λειτουργήσει «φιλάνθρωπα» για όσους συνήθως οι συντηρητικοί θρησκευόμενοι θεωρούν «αμαρτωλούς» και «απολωλότες»: τα ετερόφυλα ζευγάρια που συζούν ελεύθερα και τους ομοφυλόφιλους. Υπάρχουν σοβαρά νομικά, κοινωνικά αλλά και ανθρώπινα προβλήματα που ανακύπτουν από τις συμβιώσεις αυτές, τα οποία μια υπεύθυνη πολιτεία που ασκεί τα δικαιώματά της στο πεδίο της δικής της δικαιοδοσίας, και που παράλληλα σέβεται τη θρησκευτική ετερότητα και ελευθερία καθώς και τις προσωπικές επιλογές των πολιτών της δεν μπορεί να αγνοεί. Μπροστά στα ίδια αυτά προβλήματα και μια ποιμαντικά ευαίσθητη Εκκλησία δεν μπορεί να κλείνει υποκριτικά τα μάτια και να εκδίδει απλώς καταδικαστικούς φετβάδες. Θα ήταν λάθος, εξάλλου, να αρνηθεί η Εκκλησία ότι ακόμη και από αυτές τις θεωρούμενες «αμαρτωλές» σχέσεις δεν απουσιάζει εντελώς η αγάπη: «Το γαρ πάντη άμοιρον του αγαθού ούτε ον, ούτε εν τοις ούσι», μας θυμίζει ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης.
Με το υπό συζήτηση σχέδιο νόμου η πολιτεία έρχεται να ρυθμίσει νομικά μια πραγματικότητα που όλοι πλέον, πλην των ακραίων συντηρητικών, γνωρίζουν ότι υφίσταται. Καλό θα ήταν, βέβαια, να λάβει παράλληλα η πολιτεία μέτρα ενίσχυσης του θεσμού του γάμου και της οικογένειας και να μην προβάλλει την προτεινόμενη λύση ως πρότυπο κοινωνικής συμβίωσης. Η Εκκλησία, από τη σκοπιά της, ευχής έργον θα ήταν να αποφύγει τις εύκολες φωνασκίες και τις ανέξοδες (και υποκριτικές) ηθικές καταδίκες. Καθήκον της δεν είναι να αναμιγνύεται συνεχώς σε ζητήματα που είναι αρμοδιότητα της πολιτείας ούτε να σπεύσει να υποκαταστήσει την κρίση του Θεού.
Πιστεύουμε, όμως, ότι η εκ μέρους της Εκκλησίας υιοθέτηση μιας τέτοιας στάσης δεν μπορεί να συμβεί χωρίς τις παρακάτω προϋποθέσεις:
α) να αποδεχτεί η Εκκλησία πως τα νομικά και συμβολαιογραφικά ζητήματα που άπτονται του γάμου είναι της αποκλειστικής αρμοδιότητας της πολιτείας, κρατώντας για τον εαυτό της τη μυστηριακή, μυσταγωγική και πνευματική διάστασή του, και ξεπερνώντας την παιδική ασθένεια που την κάνει να νομίζει ότι μπορεί να είναι «Νύμφη Χριστού» και «μυσταγωγός της σωτηρίας» αλλά ταυτοχρόνως και ληξίαρχος του κράτους!
β) να ξαναβρεί όλη την ποικιλία στάσεων και απόψεων που διέκριναν τη στάση της αρχαίας Εκκλησίας σε παρόμοια προβλήματα• να αναγνωρίσει ότι το μυστήριο του γάμου ξεκινάει από την ίδια τη συνάντηση του άνδρα και της γυναίκας (και όχι απλώς από την ιερολογία) και να επανατοποθετήσει θεολογικά το ζήτημα της σεξουαλικότητας, επαναπροσεγγίζοντας με πιο θετικό τρόπο την πρόκληση μιας θεολογίας της ηδονής και της τρυφερότητας, μακριά από την μονομέρεια της θεώρησης του γάμου αποκλειστικά υπό το πρίσμα της τεκνοποιίας•
γ) να ασχοληθεί επιτέλους σοβαρά με την κατήχηση και το στοιχειώδη θεολογικό καταρτισμό των μελών της, αναγνωρίζοντας ταυτοχρόνως την πραγματικότητα της ανοιχτής κοινωνίας και ξεπερνώντας τις εθναρχικές της χίμαιρες και την αναχρονιστική καθήλωσή της στο παρελθόν.
---
ο κ. Καλαϊτζίδης είναι συντονιστής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Ι. Μητροπόλεως Δημητριάδος και πάρεδρος ε. θ. του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.
Τρίτη 24 Ιουνίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου