Τρίτη 24 Ιουνίου 2008

ΓΙΑ ΤΗ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΓΥΝΑΙΚΩΝ (π.Αλέξανδρου Σμέμαν)

|

Ομάδα εργασίας
του 33ου Ιερατικού Συνεδρίου
της Ι. Μητρ. Γερμανίας
Μόναχο, 30 Οκτωβρίου 2002

Μετάφραση από τα αγγλικά:
Αρχιμ. Αμβρόσιος Κουτσουρίδης



Αγαπητέ φίλε,

όταν μου ζήτησες να σκιαγραφήσω την ορθόδοξη αντίδραση στην ιδέα της χειροτονίας των γυναικών στην ιερωσύνη, σκέφτηκα στην αρχή ότι κάτι τέτοιο δεν θα ήταν πολύ δύσκολο. Πράγματι δεν είναι δύσκολο να δηλώσω απλώς ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι εναντίον της ιερωσύνης των γυναικών και ν΄ απαριθμήσω όσον το δυνατόν πληρέστερα τους δογματικούς, κανονικούς και πνευματικούς λόγους γι΄ αυτή την αντίθεση. Ύστερα από ωριμότερη σκέψη, ωστόσο, πείσθηκα ότι μια τέτοια απάντηση θα ήταν όχι μόνο άχρηστη, αλλ΄ακόμη και επιζήμια. Άχρηστη, διότι όλοι αυτοί οι «επίσημοι» λόγοι -αγιογραφικοί, παραδοσιακοί, κανονικοί- είναι πολύ γνωστοί στους συνηγόρους της χειροτονίας των γυναικών, όπως επίσης γνωστή είναι η γενική εκκλησιολογική θέση μας, την οποία ανάλογα με τη διάθεση και τις τρέχουσες προτεραιότητές τους, οι Δυτικοί αδελφοί μας είτε την χαιρετούν ως «την κύρια οικουμενική συνεισφορά» της Ορθοδοξίας, είτε την απορρίπτουν ως αρχαϊκή, στενόμυαλη και άσχετη. Επιζήμια, διότι, αν και τυπικά σωστή, αυτή η απάντηση θα κατέστρεφε παρ΄ όλ΄ αυτά την πραγματική ορθόδοξη θέση περιορίζοντάς την σ΄ ένα θεολογικό πλαίσιο και μία προοπτική, ξένα προς την ορθόδοξη σκέψη. Διότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δεν αντιμετώπισε αυτό το ερώτημα. Είναι για μάς τελείως ξένο, μία casus irrealis, για την οποία δεν βρίσκουμε βάση, όρους αναφοράς στην Παράδοσή μας, στην ίδια την εμπειρία της Εκκλησίας, και για τη συζήτηση της οποίας, ως εκ τούτου, απλώς δεν είμαστε προετοιμασμένοι.

Αυτή είναι λοιπόν η δυσκολία μου. Δεν μπορώ να συζητήσω το πρόβλημα καθ΄ εαυτό, διότι κάτι τέτοιο θα απαιτούσε τη διευκρίνιση της τοποθέτησής μας όχι μόνο στο θέμα των γυναικών και της ιερωσύνης, αλλά πάνω απ΄ όλα στο θέμα του Θεού στην Τριαδική Ζωή Του, της Δημιουργίας, της Πτώσης και της Απολύτρωσης, της Εκκλησίας και του μυστηρίου της ζωής της, της θεώσεως του ανθρώπου και της ανακεφαλαίωσης των πάντων εν Χριστώ. Εκτός απ΄ όλ΄ αυτά, θα παρέμενε ακατανόητο, είμαι σίγουρος, γιατί η χειροτονία των γυναικών στην ιερωσύνη είναι για μάς ισοδύναμη μ΄ ένα ριζικό και ανεπανόρθωτο ακρωτηριασμό ολόκληρης της πίστης, η απόρριψη ολόκληρης της Αγίας Γραφής -και περιττό να το πω, το τέλος όλων των «διαλόγων»… Συν τοις άλλοις, η απάντησή μου θα ηχούσε ως άλλη μία «συντηρητική» και «παραδοσιακή» υπεράσπιση της ισχύουσας, κατάστασης (status quo). Ακριβώς του ίδιου πράγματος, το οποίο πολλοί Χριστιανοί σήμερα, έχοντάς το ακούσει πάρα πολλές φορές, το απορρίπτουν ως υποκρισία, έλλειψη υπακοής στο θέλημα του Θεού, τυφλότητα έναντι του κόσμου, κ.τ.λ. Ολοφάνερα εκείνοι που απορρίπτουν την Παράδοση δεν θα προσέξουν γι΄ άλλη μια φορά ένα επιχείρημα από την Παράδοση (extraditione)…

Αλλά τι θα προσέξουν; Η κατάπληξή μας -και αυτή η κατάπληξη είναι πάνω απ΄ όλα η ορθόδοξη αντίδραση- είναι ακριβώς σχετική με την περίεργη και για μάς ακατανόητη βιασύνη, με την οποία το ερώτημα για τη χειροτονία των γυναικών έγινε αρχικά αποδεκτό ως ζήτημα, έπειτα γρήγορα περιορίσθηκε στο επίπεδο ενός «θέματος κανονικής τάξης» και τελικά προσδιορίσθηκε ως ένα ζήτημα διαπραγματεύσιμο για ν΄ αντιμετωπισθεί με ψηφοφορία! Σ΄ αυτή την περίεργη κατάσταση το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σου μεταφέρω αυτή την κατάπληξη, απαριθμώντας εν συντομία τα κύρια «συστατικά μέρη» της, όπως εγώ τα βλέπω και τα καταλαβαίνω.

Η πρώτη διάσταση της κατάπληξής μας μπορεί να ορισθεί «οικουμενική». Η δημόσια συζήτηση για τη χειροτονία των γυναικών αποκαλύπτει κάτι, το οποίο υποπτευόμασταν εδώ και πολύ καιρό, που, όμως, τώρα επιβεβαιώνεται πέρα από κάθε αμφιβολία: την αληθινά ενδογενή αδιαφορία της Χριστιανικής Δύσης σε οτιδήποτε πέρα από τη σφαίρα της δικής της προβληματολογίας, της δικής της εμπειρίας. Μπορώ μόνο να επαναλάβω εδώ ό,τι είπα προηγουμένως: ακόμη και η λεγόμενη «οικουμενική κίνηση» , παρά τους ισχυρισμούς της περί του αντιθέτου, πάντοτε υπήρξε και ακόμη ένα καθαρά Δυτικό φαινόμενο, βασισμένο σε Δυτικές προϋποθέσεις και προσδιορισμένο από μία ειδικά Δυτική «ημερήσια διάταξη». Αυτό δεν είναι «υπερηφάνεια» ή «υπεροψία». Αντιθέτως, η Χριστιανική Δύση σχεδόν κατατρύχεται από ένα σύμπλεγμα ενοχής και δεν απολαμβάνει τίποτε περισσότερο από την αυτοκριτική και την αυτοκαταδίκη. Μαστίζεται από μία ολοκληρωτική αδυναμία να υπερβεί τον εαυτό της, να αποδεχθεί την απλή ιδέα ότι η δική της εμπειρία, τα προβλήματα, οι τρόποι σκέψης και οι προτεραιότητες μπορεί να μην είναι παγκόσμια, ότι ίσως χρειασθεί να εκτιμηθούν και να κριθούν στο φως μιας αληθινά παγκόσμιας, αληθινά «καθολικής» εμπειρίας. Οι Δυτικοί Χριστιανοί σχεδόν ενθουσιωδώς κρίνουν και καταδικάζουν τους εαυτούς τους - αλλά με τους δικούς τους όρους, μέσα στη δική τους αθεράπευτα «Δυτική» προοπτική. Έτσι όταν αποφασίσουν -στη βάση της δικής τους, πιθανώς περιορισμένης και διασπασμένης, ειδικά Δυτικής «πολιτιστικής κατάστασης»- ότι πρέπει να «επανορθώσουν» αδικίες που έγιναν σε βάρος των γυναικών, σχεδιάζουν να το κάνουν αμέσως και χωρίς καθόλου να ρωτούν τι μπορεί να σκέφτονται «οι άλλοι» γι΄ αυτό, και μένουν ειλικρινά κατάπληκτοι, ίσως και θλιμμένοι, από την έλλειψη, εκ μέρους αυτών «των άλλων», οικουμενικού πνεύματος, συμπάθειας και κατανόησης.

Προσωπικά έχω αρκετά συχνά ασκήσει κριτική στους ιστορικούς περιορισμούς της ορθόδοξης νοοτροπίας , για να μη έχω το δικαίωμα να πω εν πάση ειλικρινία ότι σε μένα η δημόσια συζήτηση για τη χειροτονία των γυναικών μοιάζει να ΄ναι επαρχιώτικη, βαθύτατα σημαδεμένη κι ακόμη περιορισμένη από Δυτικό εγωκεντρισμό και αυτάρκεια, από μία αφελή, σχεδόν παιδιάστικη πεποίθηση, ότι κάθε «τάση» στον Δυτικό πολιτισμό δικαιώνει μία ριζική επανεξέταση ολόκληρης της Χριστιανικής Παράδοσης. Πόσων τέτοιων»τάσεων» μάρτυρες έχουμε γίνει στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών του ταραγμένου αιώνος μας! Πόσες αντίστοιχες «θεολογίες»! Η διαφορά πάντως τούτη τη φορά είναι, ότι σ΄ αυτό το συγκεκριμένο δημόσιο διάλογο αντιμετωπίζει κανείς όχι μία παροδική διανοητική και ακαδημαϊκή «ιδιοτροπία» -όπως ο «θάνατος του Θεού», η εκκοσμικευμένη πόλη», ο «εορτασμός της ζωής», κ.τ.λ. -, η οποία, αφού παρήγαγε μερικές εφήμερες εκδοτικές επιτυχίες, απλώς εξαφανίστηκε, αλλά την απειλή μιας αμετάκλητης και ανεπανόρθωτης πράξης, η οποία, εάν γίνει πραγματικότητα, θα παράγει μία νέα, και τούτη τη φορά είμαι πεπεισμένος τελική, διαίρεση ανάμεσα στους Χριστιανούς, θα σημαίνει, τουλάχιστον για τους Ορθοδόξους, το τέλος των διαλόγων…

Είναι πολύ γνωστό ότι οι συνήγοροι της χειροτονίας των γυναικών εξηγούν τον αγιογραφικό και τον παραδοσιακό αποκλεισμό των γυναικών από τον κλήρο με πολιτιστικές «προϋποθέσεις». Αν ο Χριστός δεν συμπεριέλαβε γυναίκες στους δώδεκα, αν η Εκκλησία για αιώνες δεν τις συμπεριέλαβε στην ιερωσύνη της, αυτό συνέβη εξαιτίας του «πολιτισμού», ο οποίος θα καθιστούσε κάτι τέτοιο αδύνατο τότε. Δεν είναι ο σκοπός μου ν΄ αναφέρω εδώ τις θεολογικές και ερμηνευτικές συνέπειες αυτής της άποψης, όπως επίσης την καθαρά ιστορική βάση της, η οποία, παρεμπιπτόντως, φαίνεται σε μένα υπερβολικά αδύνατη και επισφαλής. Αυτό που πραγματικά είναι θαυμαστό είναι ότι, ενώ είναι απολύτως πεπεισμένοι ότι κατανοούν περασμένους «πολιτισμούς», οι συνήγοροι της χειροτονίας των γυναικών φαίνονται να αγνοούν πλήρως τις δικές τους πολιτιστικές «προϋποθέσεις», τη δική τους υποταγή στον «πολιτισμό».

Πώς αλλιώς μπορεί κανείς να εξηγήσει την ετοιμότητά τους να αποδεχθούν κάτι που μπορεί ν΄ αποδειχθεί πρόσκαιρο φαινόμενο και κάτι που είναι, εν πάση περιπτώσει, ένα φαινόμενο μόλις στην αρχή του (για να μη μιλήσω για το απελευθερωτικό κίνημα των γυναικών, το οποίο επί του παρόντος δεν είναι παρά αναζήτηση και πειραματισμός), ως μία επαρκή δικαίωση για μία ριζική αλλαγή στην ίδια τη δομή της Εκκλησίας; Πώς αλλιώς, επιπλέον, θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε το γεγονός, ότι αυτό το κίνημα γίνεται αποδεκτό με τους δικούς του όρους, τ.έ. εντός της προοπτικής των «δικαιωμάτων», της «δικαιοσύνης», της «ισότητας», κ.ο.κ., όλα κατηγορίες, των οποίων η ικανότητα να εκφράσουν επαρκώς τη χριστιανική πίστη και να εφαρμοσθούν ως τέτοιες εντός της Εκκλησίας είναι, το λιγότερο, αμφισβητήσιμη;

Η πικρή αλήθεια είναι ότι η ιδέα της χειροτονίας των γυναικών, όπως εμφανίζεται και συζητείται σήμερα, είναι το αποτέλεσμα πάρα πολλών συγχύσεων και απλοποιήσεων. Αν η ρίζα της είναι η υποταγή στον «πολιτισμό», ο τρόπος ανάπτυξής της διαμορφώνεται από μια υποταγή στον «κληρικαλισμό». Κατέχεται πράγματι, σχεδόν πλήρως, από την παλιά «κληρικαλική» άποψη για την Εκκλησία και τον σύμφυτο μ΄ αυτή διπλό «υποβιβασμό»: αφ΄ ενός τον υποβιβασμό της Εκκλησίας σε «δομή εξουσίας» και αφ΄ ετέρου τον υποβιβασμό αυτής της δομής εξουσίας στον κλήρο. Στην υποτιθέμενη «κατωτερότητα» των γυναικών εντός της κοσμικής δομής εξουσίας ανταποκρίνεται η δική τους «κατωτερότητα», τ.έ. ο αποκλεισμός τους από τον κλήρο, εντός της εκκλησιαστικής δομής εξουσίας. Στη δική τους «απελευθέρωση» στην κοσμική κοινωνία πρέπει ως εκ τούτου ν΄ αντιστοιχεί η δική τους «απελευθέρωση», τ.έ. η χειροτονία στην Εκκλησία.

Η Εκκλησία, όμως, δεν μπορεί απλώς να περιορισθεί σ΄ αυτές τις κατηγορίες. Εφ΄ όσον προσπαθούμε να μετρήσουμε το ανέκφραστο μυστήριο της ζωής της με έννοιες και ιδέες εκ των προτέρων ξένες προς την ίδια την ουσία της, κυριολεκτικά την ακρωτηριάζουμε, και η αληθινή δύναμή της, η δόξα και η ομορφιά της, η υπερβατική αλήθειά της απλώς μας διαφεύγουν.

Γι΄ αυτό το λόγο κλείνοντας αυτό το γράμμα μπορώ μόνο να ομολογήσω, δίχως να εξηγώ και να δικαιώνω αυτή την ομολογία με οποιεσδήποτε «αποδείξεις», ότι η μη χειροτονία των γυναικών στην ιερωσύνη δεν έχει τίποτε να κάνει, απολύτως τίποτε, με οποιαδήποτε «κατωτερότητα» που μπορούμε να επινοήσουμε ή να φανταστούμε. Στην ουσιώδη αλήθεια, η οποία μόνη συνιστά το περιεχόμενο της πίστης μας και διαμορφώνει ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας, στην πραγματικότητα της Βασιλείας του Θεού, η οποία είναι τέλεια κοινωνία, τέλεια γνώση, τέλεια αγάπη και τελικά η «θέωση» του ανθρώπου, δεν υπάρχει πραγματικά «άρσεν και θήλυ». Ακόμη περισσότερο, σ΄ αυτή την πραγματικότητα, της οποίας γινόμαστε συμμέτοχοι εδώ και τώρα, όλοι εμείς -άνδρες και γυναίκες, δίχως καμία διάκριση- είμαστε «βασιλείς και ιερείς», διότι είναι η ουσιώδης ιερωσύνη της ανθρώπινης φύσης και αποστολής, την οποία ο Χριστός αποκατέστησε σ΄ εμάς.

Εξαιτίας αυτής της ιερατικής ζωής, αυτής της έσχατης πραγματικότητας, η Εκκλησία είναι και προσφορά και αποδοχή. Και για να ισχύει αυτό, για να είναι πάντοτε και παντού η Εκκλησία δωρεά του Αγίου Πνεύματος δίχως μέτρο ή περιορισμούς, ο Υιός του Θεού πρόσφερε τον εαυτό Του μοναδική θυσία, και έκανε αυτή τη μοναδική θυσία και αυτή τη μοναδική ιερωσύνη το ίδιο το θεμέλιο, πράγματι την ίδια τη «μορφή» της Εκκλησίας. Αυτή η ιερωσύνη είναι του Χριστού, όχι δική μας. Όχι μόνο κανείς από μας, άνδρες και γυναίκες, δεν έχει «δικαίωμα» σ΄ αυτή, αλλά εμφατικά δεν είναι ανάλογη με καμία από τις ανθρώπινες κλήσεις, ή ακόμη και ανώτερη απ΄ όλες τις άλλες . Ο ιερέας στην Εκκλησία δεν είναι «άλλος ένας» ιερέας και η θυσία που προσφέρει δεν είναι «άλλη μία» θυσία. Είναι πάντα και μόνο του Χριστού η ιερωσύνη και του Χριστού η θυσία, διότι σύμφωνα με τους λόγους της ευχής του χερουβικού ύμνου «συ ει ο προσφέρων και προσφερόμενος και διαδιδόμενος…» . Και έτσι η «θεσμική» ιερωσύνη στην Εκκλησία δεν έχει καμία «οντολογία» από μόνη της. Υπάρχει μόνον για να κάνει τον ίδιο τον Χριστό παρόντα, για να κάνει τη δική Του μοναδική ιερωσύνη και με τη δική Του μοναδική Θυσία πηγή της ζωής της Εκκλησίας και «απόκτηση» από τους ανθρώπους του Αγίου Πνεύματος. Και αν ο κομιστής, η εικόνα και ο εκπληρωτής αυτής της μοναδικής ιερωσύνης είναι άνδρας και όχι γυναίκα, είναι επειδή ο Χριστός είναι άνδρας και όχι γυναίκα…

Γιατί; Αυτή φυσικά είναι η μόνη σημαντική, η μόνη σχετική ερώτηση, αυτή που κανείς «πολιτισμός», καμία «κοινωνιολογία», καμία «ιστορία» και ακόμη καμία «ερμηνεία» δεν μπορεί να απαντήσει. Διότι μπορεί ν΄ απαντηθεί μόνο από τη θεολογία, στην αρχέγονη και ουσιώδη έννοια αυτής της λέξης στην Εκκλησία ως την ενατένιση και τη θέα της ίδιας της Αλήθειας, ως κοινωνία με το άκτιστο Θείο Φως. Μόνο εδώ, σ΄ αυτή την εξαγνισμένη και αποκατεστημένη όραση, μπορούμε ίσως ν΄ αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε γιατί το ανέκφραστο μυστήριο της σχέσεως ανάμεσα στο Θεό και τη δημιουργία Του, ανάμεσα στυο Θεό και στον περιούσιο λαό Του, ανάμεσα στο Θεό και στην Εκκλησία Του αποκαλύπτεται «ουσιωδώς» σε μας ως ένα γαμήλιο μυστήριο, σαν την εκπλήρωση ενός μυστικού γάμου. Γιατί, μ΄ άλλα λόγια, η ίδια η Εκκλησία, ο ίδιος ο άνθρωπος και ο κόσμος, όταν ατενίζονται στην έσχατη αλήθεια και τον προορισμό τους, αποκαλύπτονται σε μας ως μία Νύμφη, ως γυναίκα ντυμένη στον ήλιο. Γιατί στο έσχατο βάθος της αγάπης και της γνώσης της, της χαράς και της κοινωνίας της, η Εκκλησία ταυτίζει τον εαυτό της με μία Γυναίκα, την οποία εξυμνεί ως «τιμιωτέραν των Χερουβίμ, και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφίμ».

Είναι αυτό το μυστήριο που πρέπει να «κατανοηθεί» με τα μέσα του διαλυμένου και πεπτωκότος κόσμου μας, ο οποίος γνωρίζει και δοκιμάζει τον εαυτό του μόνο μέσα στη διάλυση και τη διάσπασή του, στις εντάσεις και τις διχοτομίες του, και ο οποίος, ως τέτοιος, είναι ανίκανος για το έσχατο όραμα; Ή είναι αυτό το όραμα και αυτή η μοναδική εμπειρία που πρέπει να γίνουν ξανά για μας τα «μέσα» για την από μέρους μας κατανόηση του κόσμου, η αφετηρία και η ίδια η δυνατότητα για μία αληθινή θεϊκή νίκη έναντι όλων αυτών που σε τούτο τον κόσμο δεν είναι παρά ανθρώπινα, ιστορικά και πολιτιστικά;

Δεν υπάρχουν σχόλια: