Τρίτη 22 Απριλίου 2008

Δίκη Χριστού

ΣΤΙΣ ημέρες του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τιβέριου, έπαρχος της Ρώμης στην Ιουδαία ήταν ο Πόντιος Πιλάτος, και αρχιερέας στα Ιεροσόλυμα ο Καϊάφας. Τότε συνέβησαν στην ιερή αυτή πόλη τα συγκλονιστικά γεγονότα της θανατικής καταδίκης του Ιησού Χριστού, της Σταύρωσής Του, αλλά και το μέγιστο γεγονός της Ανάστασής Του, που άλλαξε τη ροή της ιστορίας του κόσμου.
Τα κύρια πρόσωπα, που έχουν συνδεθεί με το στυγερό έγκλημα της θανατικής καταδίκης του Θεανθρώπου είναι ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, μαθητής και προδότης του διδασκάλου του, ο μέγας αρχιερέας και πρόεδρος του Συνεδρίου Καϊάφας, ο πρώην αρχιερέας Άννας, που ασκούσε μεγάλη επιρροή στο ιερατείο και ήταν πεθερός του Καϊάφα και τέλος ο Ρωμαίος ηγεμόνας της Ιουδαίας Πόντιος Πιλάτος.
Ας δούμε, όμως, συνοπτικά τα συγκεκριμένα αυτά πρόσωπα, στον ένοχο ρόλο τους, που μαζί με τους αρχιερείς και πρεσβύτερους, τους γραμματείς και φαρισαίους, επεδίωκαν επίμονα τη θανατική καταδίκη του Χριστού.
Ιούδας ο Ισκαριώτης
Ήταν ο δωδέκατος μαθητής του Χριστού που εκλήθη στο αποστολικό αξίωμα και ανέλαβε τα καθήκοντα του διαχειριστή. Στους αποστολικούς καταλόγους μνημονεύεται πάντοτε τελευταίος και τον συνοδεύει ο ατιμωτικός χαρακτηρισμός του προδότη. Ο Κύριος, ως παντογνώστης, γνώριζε από την αρχή ότι αυτός θα τον κατέδιδε. Τον συμπεριελάμβανε εν τούτοις στους μαθητές Του, να ζήσει κοντά Του, να ακούσει τη διδασκαλία Του και να δει τα θαύματά Του. Δεν μπορούσε συνεπώς ο μελλοντικός προδότης Του να επικαλεσθεί άγνοια και να έχει ελαφρυντικά για την πράξη του. Με τους προσδιορισμούς, άλλωστε, «διάβολος» και «υιός της απωλείας» αναφερόταν ο Χριστός αόριστα στον Ιούδα.
Άτομο με αυξημένη φιλαργυρία στρέφεται με δολιότητα κατά του διδασκάλου Του. Για λίγα αργύρια περιφρονεί την αγάπη και τη στοργή του Χριστού και γίνεται σύμμαχος εκείνων που θέλουν τον θάνατό Του. Διαπραγματεύεται με μικρό οικονομικό αντάλλαγμα την παράδοσή Του στους αρχιερείς και στους πρεσβύτερους. Ζει και κινείται ως κατάσκοπος στον όμιλο των «δώδεκα». Συμμετέχει τυπικά ως τις τελευταίες ώρες σε όλες τις εκδηλώσεις. Είναι παρών στον Μυστικό Δείπνο και ακούει ατάραχος τον συγκλονιστικό λόγο του Κυρίου προς τους μαθητές Του που τους λέει ότι ένας απ' αυτούς θα είναι ο προδότης. Κι αυτός, που από καιρό μεθοδεύει την προδοσία, ψυχρός και αμίλητος, τρέχει προς «το δεινόν βουλευτήριον των ανόμων» που έχει αποφασίσει να θανατώσει τον Αναμάρτητον, επειδή δεν γινόταν όργανό τους. Περιφρονεί τον νόμο της φιλίας που δεν επιτρέπει αγνωμοσύνη και έχθρα προς εκείνους που μας αγαπούν. Δόλια και πονηρά τρέχει να παραδώσει Εκείνον που πριν λίγο έπλυνε τα πόδια του!
Η εκκλησιαστική υμνογραφία της Μ. Εβδομάδας καταγγέλλει τον Ιούδα με βαρύτατους χαρακτηρισμούς. Εικονίζει με μελανά χρώματα την κακοποιό δράση του, τη μιαρή συμπεριφορά του και σημειώνει ότι «κινείται, βουλεύεται, μελετά την παράδοσιν... συμφωνεί την πράσιν, πωλεί τον ατίμητον», αντί τριάκοντα αργυρίων! Και ενώ ο Χριστός με τους μαθητές Του βρίσκεται στον κήπο της Γεθσημανής και ζει στιγμές αγωνίας, ο προδότης καθοδηγεί τη σπείρα και τους υπηρέτες των αρχιερέων και φαρισαίων οι οποίοι «μετά φανών, λαμπάδων και όπλων», φτάνουν κοντά στον Χριστό. Εκεί ο Ιούδας υποδεικνύει με φίλημα τον διδάσκαλό του. «Ιούδας ο προδότης, δόλιος ων, δολίω φιλήματι παρέδωκε τον Σωτήρα Κύριον τον Δεσπότην των απάντων ως δούλον πέπρακε τοις παρανόμοις...», τονίζει ο υμνωδός της Εκκλησίας.
Όταν όμως βλέπει τις τραγικές συνέπειες του αμαρτήματός του κλονίζεται και απογοητευμένος επιστρέφει τα αργύρια, αναγνωρίζοντας ότι έχει διαπράξει έγκλημα. Δεν τρέχει όμως να ζητήσει συγγνώμη από το διδάσκαλό Του, που Τον εμπαίζουν και Τον βασανίζουν αλλά «απελθών απήγξατο», πήγε και κρεμάστηκε από τύψεις. Και ο υμνογράφος σημειώνει ότι η αγχόνη είναι η αμοιβή των πράξεών του: «Όθεν αγχόνην, αμοιβήν ώνπερ έδρα, ευρίσκει ο άθλιος και επώδυνον θάνατον».
Ο πρώην αρχιερέας Άννας
Ο Άννας, πρώην αρχιερέας των Ιουδαίων, ήταν το πρώτο πρόσωπο ενώπιον του οποίου οδηγήθηκε χειροδέσμιος ο Χριστός μετά τη σύλληψή Του στον κήπο της Γεθσημανής. Αυτός, εχθρός αμείλικτος του Χριστού, τον προανέκρινε προκειμένου να προετοιμάσει την καταδίκη Του. Άφησε μάλιστα έναν από τους υπηρέτες του να Τον χαστουκίσει. Είχε διατελέσει αρχιερέας το 6 ή 7 μ.Χ. αλλά απομακρύνθηκε από το αξίωμά του από τον Ρωμαίο επίτροπο Βαλέριο Γράτο, μολονότι ο Εβραϊκός νόμος τον ήθελε ισόβιο. Περιγράφεται από τους ιστορικούς ως «πλεονέκτης, θησαυριστής, δοξομανής, φίλαρχος, ραδιούργος και επιτήδειος». Κατάφερε να αναδείξει αρχιερείς και τα τέσσερα παιδιά του καθώς και τον γαμπρό του Καϊάφα.
Ο ευαγγελιστής Λουκάς τον θεωρεί αρχιερέα, ίσως διότι είχε μεγάλη επιρροή και πρωτεύοντα ρόλο σε κάθε ζήτημα. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ο Χριστός προσάγεται δεμένος πρώτα στον Άννα και έπειτα στον Καϊάφα. Διέθετε τρομερή δύναμη ως «νονός» του ιερατείου το οποίο εκμεταλλευόταν μονοπωλιακά τα πλούσια, αμύθητα έσοδα του Ναού των Ιεροσολύμων.
Ο Ιώσηπος αναφέρει ότι είχε όχι τέσσερα, αλλά πέντε παιδιά «και τούτους πάντας συνέβη αρχιερατεύσαι τω Θεώ...». Ήταν πάντα δραστήριος σε δολοπλοκίες και πρωταγωνίστησε με πάθος, για να πετύχει την καταδίκη του Χριστού. Όταν μάλιστα βρέθηκε μπροστά στον Πιλάτο όπου το πλήθος ζήτησε την απελευθέρωση του Βαραββά, και εκείνος ρώτησε τι να κάνει με τον Χριστό, βροντοφώναξε: «Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν». Είχε όμως και αυτός τραγικό τέλος. Όταν με απόφαση του αυτοκράτορα Τιβέριου οι ένοχοι του εγκλήματος της Σταύρωσης του Χριστού οδηγήθηκαν στη Ρώμη, τότε τον αρχιερέα Άννα τον τύλιξαν γυμνό σε δέρμα βοδιού και τον άφησαν στον «καυτερόν ήλιον όπου, ξηρανθέντος του δέρματος, λόγω της συστολής αυτού εύρε οικτρόν θάνατον...».
Ο μέγας αρχιερέας Καϊάφας
Ο Καϊάφας (ή Ιωσήφ), ήταν μέγας αρχιερέας των Ιουδαίων τον καιρό της Σταύρωσης του Χριστού και επεδίωξε με πείσμα να πετύχει την καταδίκη Του. Σαδδουκαίος στο δόγμα νυμφεύθηκε την κόρη του προκατόχου του Άννα. Προήδρευσε του παράνομου Συνεδρίου αρχιερέων και πρεσβυτέρων που συνεδρίασαν για να δικάσουν τον Χριστό και τελικά Τον έκριναν ένοχο θανάτου. Ήταν δουλοπρεπής, πιστό όργανο των Ρωμαίων, και γι' αυτό έμεινε πολλά χρόνια στο αξίωμά του. Όταν, όμως, μετά το έγκλημα κατά του Χριστού ενοχοποιήθηκε από τον αυτοκράτορα Τιβέριο ο Πιλάτος, τότε παύθηκε και αυτός.
Σύμφωνα με κρητική παράδοση, ενώ ο Καϊάφας μεταφερόταν στη Ρώμη μαζί με άλλους κατηγορούμενους, προκειμένου να δικαστεί για τον άδικο θάνατο του Ιησού, το καράβι ναυάγησε κοντά στις ακτές του νησιού και ο μέγας αρχιερέας κατάφερε να σωθεί βγαίνοντας στη στεριά. Ασθένησε έπειτα και σε λίγες μέρες πέθανε και ενταφιάστηκε. Δεν τον δέχτηκε όμως η γη, όπως λέει η παράδοση. Λέγεται, μάλιστα, ότι αυτό έγινε επτά φορές. Τον έθαβαν και η γη τον απέρριπτε. Τελικά, οι Κρητικοί τον κατέχωσαν με πέτρες και χώματα, με κατάρες και βλαστήμιες.
Ο τόπος της ταφής του, έξω από την Κνωσό ονομάστηκε από τότε «Μνήμα του Καϊάφα». Πρόκειται για παλιά παράδοση γραμμένη σε απόκρυφο βιβλίο που τιτλοφορείται «Τα πεπραγμένα τω Πιλάτω».
Ο Πόντιος Πιλάτος
Από τα κορυφαία πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στην καταδίκη του Χριστού είναι και ο Ρωμαίος επίτροπος της Ιουδαίας Πόντιος Πιλάτος. Εκείνος, με την υπογραφή του, επικύρωσε την απόφαση του σταυρικού θανάτου του Κυρίου. Το έπραξε μάλιστα αυτό μολονότι, όπως προκύπτει από τις διηγήσεις των ευαγγελιστών, είχε πεισθεί για την αθωότητά Του. Ο Πιλάτος, αποκαλούμενος «Πόντιος», πιθανόν λόγω του τόπου καταγωγής του, ήταν ο πέμπτος κατά σειράν επίτροπος μετά την καθαίρεση του προκατόχου του Αρχέλαου. Πληροφορίες σχετικές με αυτόν διέσωσαν, εκτός από την Κ. Διαθήκη, και οι ιστορικοί Ιώσηπος, Φίλων και Τάκιτος. Ο Ιώσηπος τον χαρακτηρίζει σκληρό ηγεμόνα, αλλά και αδιάφορο για την ηθική και το δίκαιο. Το όνομα του Πιλάτου συνδέεται άμεσα με τη δίκη του Χριστού στο Πραιτώριο και με την άδικη απόφασή του κατά του Χριστού που έχει καταγραφεί μάλιστα και στο Σύμβολο της Πίστεως, το «Πιστεύω» των Χριστιανών, που λέει: «Σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου...».
Ο Χριστός οδηγήθηκε στον Πιλάτο μετά τη νυχτερινή παράνομη δίκη του από τον Καϊάφα διότι το Συνέδριο των Ιουδαίων δεν είχε δικαίωμα να τον καταδικάσει σε θάνατο χωρίς την έγκρισή του. Οι Ρωμαίοι είχαν παραχωρήσει βέβαια τέτοιο δικαίωμα, «ίνα θανατώσωσι χωρίς αδείας ηγεμόνος», με βάση τον δικό τους νόμο, γεγονός που συνέβη και με τον πρωτομάρτυρα Στέφανο, αλλά αυτό δεν ίσχυε σε «πολιτικά» και «εγκληματικά» κακουργήματα. Το κατηγορητήριο κατά του Χριστού, όπως ιστορεί και ο μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος, ανήκε στα πολιτικά: αιτίαν δε του Ιησού επαράστησαν, ότι είπεν εαυτόν βασιλέα, μηδεμίαν άλλην αιτίαν ευρόντες, διά τούτο είπαν τω Πιλάτω «ημίν ουκ έξεστιν ουδένα αποκτείναι» (Ιω. ιη' 31).
Σύμφωνα με τις διηγήσεις των Ευαγγελίων ο Πιλάτος παρουσιάζεται σαν να θέλει και να προσπαθεί να απαλλάξει τον Χριστό από τη θανατική καταδίκη. Ομολογεί, μάλιστα, μετά την ανάκρισή Του ότι δεν βρίσκει τίποτε επιλήψιμο εναντίον Του. Η επιμονή όμως των κατηγόρων του Ιησού Χριστού είναι ασφυκτική. Απορρίπτουν κάθε προσπάθειά του Πιλάτου να Τον απαλλάξει ακόμη και κατά τα καθιερωμένα με το δικαίωμα δηλαδή που είχε ως ηγεμόνας να ελευθερώνει, λόγω της γιορτής του Πάσχα, έναν κατάδικο. Γι' αυτό, όταν τους ρωτάει αν προτιμούν ν' αφήσει ελεύθερο τον Χριστό ή τον Βαραββά, εκείνοι επιλέγουν τον Βαραββά. Έπειτα, στο ερώτημά του τι να κάνει με τον Χριστό, κραυγάζουν: «Σταυρωθήτω!». Τον απειλούν μάλιστα ότι, αν δεν καταδικάσει εκείνον που παριστάνει τον βασιλέα, σημαίνει πως δεν είναι φίλος του καίσαρα!...
Ο Ματθαίος διηγείται το όνειρο της γυναίκας του Πιλάτου, Πρόκουλας ή Πρόκλης, η οποία το ερμήνευσε ως μήνυμα για την αθωότητα του Χριστού και γι' αυτό τρέχει στο Πραιτώριο να αποτρέψει τον σύζυγό της από οποιαδήποτε ένοχη πράξη εναντίον Του. Σύμφωνα, μάλιστα, με παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας η σύζυγος του Πιλάτου έγινε χριστιανή και η μνήμη της γιορτάζεται στις 27 Οκτωβρίου. Τελικά ο Πιλάτος παίρνει νερό και πλένει επιδεικτικά τα χέρια του μπροστά στον όχλο δηλώνοντας: «αθώος ειμί από του αίματος του δικαίου τούτου». Συγχρόνως, όμως, υποκύπτει στις πιέσεις των εχθρών του Χριστού και Τον παραδίδει σ' αυτούς για να Τον σταυρώσουν.
Η καταδικαστική απόφαση του Πιλάτου κατά του Ιησού Χριστού
Σε χειρόγραφο της Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά, που μνημονεύει και ο Αθανάσιος Υψηλάντης στο περισπούδαστο έργο του «Τα μετά την Άλωσιν» (1453-1789), αναγράφεται ότι στην Ακυληία της Ιταλίας βρέθηκε γραπτό κείμενο της καταδικαστικής απόφασης του ηγεμόνα της Ιερουσαλήμ κατά του Ιησού. Σύμφωνα με την απόφαση, ο Χριστός, ύστερα από επίμονη απαίτηση του Ιουδαϊκού Συνεδρίου, καταδικάστηκε σε σταυρικό θάνατο. Στο κείμενο της απόφασης αναγράφονται στην αρχή στοιχεία που προσδιορίζουν τον χρόνο της έκδοσής της. Αναφέρεται έπειτα σε συγκεκριμένα ονόματα των κρατούντων τον καιρό εκείνο.
Το κείμενο της καταδικαστικής απόφασης εισέρχεται στο ουσιαστικό μέρος, που «κρίνει και καταψηφίζει» τον Χριστό «εις θάνατον». Τον χαρακτηρίζει ως επαναστάτη, ταραχοποιό, «άνθρωπον στασιώδη» εναντίον του μωσαϊκού νόμου και εναντίον του αυτοκράτορα Τιβέριου. Καθορίζει τη θανάτωσή Του διά σταυρώσεως με καρφιά. Δικαιολογεί την απόφαση αυτή με κατηγορίες κατά του Χριστού ότι τάχα προκαλούσε εξέγερση όχλου, πολλών πλουσίων και φτωχών στην Ιουδαία και κυρίως διότι εμφανιζόταν ως Υιός του Θεού και βασιλεύς του Ισραήλ. Επισημαίνει ακόμη, ως τόλμημα τη θριαμβευτική είσοδο και υποδοχή Του στα Ιεροσόλυμα, από πλήθος λαού, που τον επευφημεί ως άρχοντα νόμιμης εξουσίας. Δίνει επίσης εντολές για τη μαστίγωσή Του και τον εμπαιγμό Του, όπως να του φορέσουν πορφύρα, να τον στεφανώσουν με ακάνθινο στεφάνι και τέλος, να τον οδηγήσουν στον Γολγοθά προς τον οποίο θα πορεύεται κουβαλώντας ο ίδιος τον Σταυρό του μαρτυρικού θανάτου Του! Ας δούμε όμως πώς είναι διατυπωμένα όλα αυτά στην απόφαση του Ποντίου Πιλάτου:
[...] εν μηνί Μαρτίω ΚΓ' εγώ Πόντιος Πιλάτος, ο ηγεμών διά της βασιλείας των Ρωμαίων ένδοθεν του Πραιτωρίου της ηγεμονίας κρίνω και καταψηφίζω εις θάνατον Ιησούν τον λεγόμενον υπό του πλήθους Χριστόν Ναζωραίον και από πατρίδος Γαλιλαίας, άνθρωπον στασιώδη του νόμου του Μωσαϊκού, εναντίον του μεγαλοπρεπούς βασιλέως Τιβερίου καίσαρος. Καθορίζω και αποφασίζω διά τούτο, ότι ο θάνατος αυτού να είναι εις τον σταυρόν, όμως μετά των ήλων κατά το σύνηθες των υποδίκων, επεί συνηθροίσθη αυτός μετά πολυανθρώπων πλουσίων και πτωχών και ούτε έπαυσε συνέχειν θορύβους εν όλη τη Ιουδαία, ποιών εαυτόν Υιόν Θεού και βασιλέα του Ισραήλ, απειλών χαλασμόν της Ιερουσαλήμ και του Ιερού Ναού απαρνούμενος τον φόβον του καίσαρος, έχων έτι, τόλμην εισελθείν μετά βαΐων και θριάμβων μετά μέρους του πλήθους ώσπερ ρηξ εντός της πόλεως Ιερουσαλήμ, εις τον Ιερόν Ναόν όθεν ορίζομεν τον πρώτον τον ημέτερον εκατόνταρχον Κόιντον τον Κορνήλιον συνάγειν παρρησία εις την χώραν Ιερουσαλήμ δεδεμένον, μαστιγούμενον, ενδεδυμένον πορφύραν, εστεφανωμένον μετά ακανθίνου στεφάνου, βαστάζοντα τον ίδιον σταυρόν επί του ώμου, ίνα η παράδειγμα τοις πάσι κακοποιοίς, μεθ' ου βούλομαι συνάγεσθαι δύο ληστάς φονείς, και εξελθείν διά της πύλης Γκαπαρόλα, νυν δε Αντωνιάδα, συνάξει δε αυτόν τον Χριστόν παρρησία εις το όρος των κακούργων ονόματι Καλβάριον1, όθεν εσταυρωμένον και θανατωμένον κατά το σώμα αυτού εν τω σταυρώ εις κοινόν θέαμα πάντων των κακούργων και άνωθεν του σταυρού τεθήτω τίτλος γεγραμμένος τρισί γλώσσεσιν, Ελληνική, Ρωμαϊκή και Εβραϊστί, Ελληνιστί μεν «Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων», Ρωμαϊστί, «Γιέζους Ναζωραίους Ρεξ Γιουδεόρουμ» και Εβραϊστί «Γιεσονά Νογρή Μέλεγ-Γελουντίμ», ορίζομεν δε ότι ουδείς οστιούν τάξεως, ποιότητος τολμήση απερισκέπτως να εμποδίση την τοιαύτην δίκην υπ' εμού ωρισμένην και διοικημένην και επιτελουμένην μετά πάσης σεμνότητος κατά τα ψηφίσματα και νόμους των Ρωμαίων ως Εβραίος εις ποινήν αυτομολίας τής των Ρωμαίων Βασιλείας... Ακολουθούν τα ονόματα των μαρτύρων και του νομικού «της παρούσης ποινής διά των εγκλημάτων. Νομικός Μπετάν».
«Ήδη βάπτεται κάλαμος αποφάσεως...»
Προτού αναγνωσθεί το 12ο Ευαγγέλιο τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης ψάλλεται ο ύμνος που αναφέρεται στην καταδικαστική απόφαση κατά του Ιησού και αξίζει να τον περιλάβουμε εδώ: Ήδη βάπτεται κάλαμος αποφάσεως παρά κριτών αδίκων, και Ιησούς δικάζεται και κατακρίνεται Σταυρώ και πάσχει η κτίσις εν Σταυρώ καθορώσα τον Κύριον. Αλλ' ο φύσει σώματος δι' εμέ πάσχων, αγαθέ, Κύριε, δόξασοι. Δηλαδή: - Ήδη ο κονδυλοφόρος βουτιέται στο μελάνι και γράφεται η απόφαση από άδικους δικαστές με την οποία ο Χριστός, καταδικάζεται στον διά Σταυρού θάνατο. Και η Δημιουργία πάσχει καθώς αντικρίζει τον Κύριο και Δημιουργό της στον Σταυρό. Αλλά δόξα ανήκει σ' Εσένα, αγαθέ Κύριε, που κατά την ανθρώπινη φύση Σου υφίστασαι παθήματα για τη σωτηρία μου...
Επιστολή του Πιλάτου στον αυτοκράτορα Τιβέριο
Ο Πόντιος Πιλάτος, μετά τα συγκλονιστικά γεγονότα που συνέβησαν στα Ιεροσόλυμα κατά τη δίκη του Χριστού και κυρίως όσα, θαυμαστά και τρομερά, επακολούθησαν μετά το «τετέλεσται» Εκείνου επί του Σταυρού, απευθύνει εμπεριστατωμένη επιστολή-αναφορά προς τον καίσαρα της Ρώμης Τιβέριο, στην οποία του εκθέτει όλα όσα είχαν συμβεί. Ομολογεί, μάλιστα, κυνικά ότι ο ίδιος διέταξε να σταυρωθεί ο Χριστός μολονότι ήταν βέβαιος για την αθωότητά Του!
Αναφέρεται ακολούθως στις ψεύτικες κατηγορίες κατά του Ιησού εκείνων που Τον οδήγησαν ενώπιόν του και σημειώνει ότι καίτοι δε πολλά κατ' Αυτού λέγοντες, ουκ ηδυνήθησαν όμως ευρείν τι βέβαιον έγκλημα κατ' Αυτού....
Εγώ διέταξα τη Σταύρωσή Του
Στην πραγματικότητα ο Ιησούς ήταν ευεργέτης του ιουδαϊκού λαού αφού αγαθοεργούσε, όπως βεβαιώνει και ο Πιλάτος, με «ιάσεις και θαύματα... των οποίων καγώ ειμί μάρτυς? τυφλούς, χωλούς, λεπρούς, παραλύτους και δαιμονιζομένους, εθεράπευε, μόνο τω λόγω νεκρούς ανίστα ως εξ ύπνου, και εν μιά τεταρταίον τινά2, ονόματι Λάζαρον, ανέστησε, λόγω μόνω καλέσας αυτόν κατ' όνομα..». Ομολογεί στη συνέχεια ο Πιλάτος ότι διαπίστωσε την αθωότητα του Χριστού αλλά υπέκυψε στις πιέσεις των κατηγόρων Του και διέταξε να σταυρωθεί.
Δριμύτατο «κατηγορώ» του Τιβέριου κατά του Ποντίου Πιλάτου
Όταν ο Τιβέριος πληροφορείται όλα αυτά τα παράνομα που είχαν συμβεί στα Ιεροσόλυμα ελέγχει δριμύτατα τον Πιλάτο. Τον χαρακτηρίζει ανάξιο, βέβηλο και πορωμένο «επειδή άδικον εψήφισε θάνατον κατά του Ιησού» και τον κατηγορεί ότι συντάχθηκε με τους εχθρούς Του από τους οποίους, όπως τονίζει, «έλαβε δώρα». Για τους λόγους αυτούς, λοιπόν, διατάζει να προσαχθεί ενώπιόν του δέσμιος για ν' απολογηθεί. Γράφει ότι είναι αποφασισμένος να απονείμει γρήγορα δικαιοσύνη. Επισημαίνει ακόμη ο Τιβέριος, ότι ο Πιλάτος ενήργησε αυθαίρετα, χωρίς να ζητήσει τη γνώμη του σ' ένα τόσο σοβαρό θέμα, αλλά τον ενημέρωσε εκ των υστέρων για τα τετελεσμένα...
Ο αυτοκράτορας, που είχε, όπως φαίνεται, και άλλες πληροφορίες για τις θαυματουργικές θεραπείες του Χριστού στην Ιουδαία, αγανακτεί για το έγκλημα της Σταύρωσής Του, διότι και αν ακόμη δεν τον πίστευαν ως Θεό θα μπορούσαν να Τον έχουν κρατήσει ζώντα ως γιατρό, θεραπευτή. Διατυπώνει τέλος ο Τιβέριος την κρίση του ότι Εκείνος δεν είναι μόνο Άνθρωπος αλλά και Θεός.
Το τέλος του Πιλάτου
Σχετικά με το τέλος της ζωής του Πόντιου Πιλάτου αναφέρονται διάφορες εκδοχές, χωρίς σαφείς ιστορικές μαρτυρίες, όλες όμως συμφωνούν ότι είχε οικτρό θάνατο. Σε μια από αυτές καταγράφεται ότι αφού με διαταγή του Τιβέριου, του αυτοαποκαλούμενου Δεσπότη ανίκητου και φοβερού, οδηγήθηκε δέσμιος στη Ρώμη, εκτελέστηκε εκεί από τον ίδιο τον καίσαρα.
Κατά τον Ευσέβιο («Εκκλησιαστική Ιστορία») εξορίστηκε στη Βιέννη της Γαλλίας όπου σε σύντομο χρονικό διάστημα αυτοκτόνησε και έτσι τιμωρήθηκε από τη θεία δίκη για την ενοχή του. Αλλού αναφέρεται ότι αφού τον σκότωσαν στη Ρώμη πέταξαν το πτώμα του στον Τίβερι όπου προκάλεσε πλημμύρες...
Ο μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος γράφει στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» του (Τόμος Α' εν Βιέννη 1783) τα εξής: Ο δε Βιτέλλιος λαβών την ηγεμονίαν της Συρίας, διορίζει επίτροπον της Ιουδαίας τον Μάρκελλον, τον δε Πιλάτον πέμπει εις Ρώμην, και τότε ην αποθαμένος ο Τιβέριος, του οποίου ο διάδοχος Γάιος Καλλιγόλας εξωρίζει τον Πιλάτον εις Βιένναν της Γαλλίας, όπου, εις τοσαύτας συμφοράς, λέγουσι, περιέπεσεν όπου απελπισμένος μόνος του εθανατώθη. Σημειώνει επίσης ότι από τον Βιτέλλιο παύθηκε και ο Καϊάφας του αρχιερατικού αξιώματος και αυτοκτόνησε: μόνος του εθανατώθη... καθώς λέγει Κλήμης ο Ρωμαίος. Έτι δε και Άννας ο πενθερός αυτού κακώς απωλέσθη, και ηύρεν η Θεία Δίκη τους παρανόμους, κατά τον Ιώσηπον και Νικηφόρον Κάλλιστον.
Σημειώσεις
1.Ο λόφος αυτός είναι ο Γολγοθάς, που ονομάστηκε και Κρανίου Τόπος, διότι ήταν εκεί διεσπαρμένα κρανία αποκεφαλιζομένων κακούργων. Καθώς δε αναφέρει ο μοναχός Επιφάνιος σε σύγγραμμά του περί Συρίας και Ιερουσαλήμ εκεί βρισκόταν και η κάρα του Αδάμ. Γι' αυτό και «κρανίου τόπος εκλήθη».
2.Σε μια περίπτωση κάποιον που είχε πεθάνει προ τετραημέρου, δηλαδή τον Λάζαρο, τον ανέστησε φωνάζοντας απλά το όνομά του...


---

ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Είναι γνωστό ότι τα απόκρυφα κείμενα δεν περιλαμβάνονται στον κανόνα της Αγίας Γραφής. Από την άλλη οι πληροφορίες που δίνονται σε αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως αφετηρία για τη θέσπιση γιορτών ή για να αποσαφηνιστούν λεπτομέρειες που δεν υπάρχουν στα ευαγγέλια και στα άλλα ιερά κείμενα, όπως για παράδειγμα τα ονόματα των τριών μάγων ή των δύο ληστών που σταυρώθηκαν μαζί με τον Κύριο.
Χαρακτηριστικές είναι οι πληροφορίες που περιέχονται στα απόκρυφα ευαγγέλια για το πάθος του Χριστού. Οι ερευνητές τα έχουν κατατάξει σε μία ειδική κατηγορία που ονομάζεται «Ευαγγέλια Πάθους, Καθόδου στον Άδη και Ανάστασης του Χριστού». Αυτά είναι το Ευαγγέλιο Πέτρου, Ευαγγέλιο Νικοδήμου, Πράξεις Πιλάτου, Ευαγγέλιο Βαρθολομαίου και Επιστολή των Αποστόλων.
Για το σημερινό σημείωμά μας θα αντλήσουμε υλικό από τα κείμενα στα οποία πρωταγωνιστεί ο ρωμαίος διοικητής της Ιουδαίας, ο Πόντιος Πιλάτος, που ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές των γεγονότων του Πάθους. Αυτά περιλαμβάνουν αλληλογραφία του ρωμαίου επιτρόπου με τον Ηρώδη Αντίπα, τον τετράρχη της Γαλιλαίας, και με τους αυτοκράτορες Κλάυδιο και Τιβέριο, μία αναφορά του Πιλάτου για τα γεγονότα του Πάθους, καθώς και την ανάκριση του Πιλάτου από τον αυτοκράτορα, την καταδίκη του, μία διήγηση για το θάνατό του και μία αφήγηση του Ιωσήφ του από Αριμαθαίας για το Πάθος. Εννοείται ότι τα παραπάνω κείμενα είναι ψευδεπίγραφα και έχουν γραφτεί πολύ αργότερα, μάλλον κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα.
Στην επιστολή που στέλνει στον Ηρώδη αφού τονίζεται η παρουσία του Ιησού στη Γαλιλαία, μετά την ανάσταση, σε περισσότερους από πεντακοσίους ανθρώπους, στη συνέχεια η σύζυγος του Πιλάτου, που ονομάζεται στο κείμενο Πρόκλα , αφού παίρνει μαζί της στρατιώτες, που ήταν παρόντες στην Ανάσταση, πηγαίνουν και βρίσκουν τον Ιησού, που διδάσκει. Στο τέλος ο Ιησούς λέει στον Πιλάτο πως θα τον ευγνωμονούν οι γενιές, μιας και στις μέρες του συνέβησαν τα γεγονότα του Πάθους.
Στην επιστολή που υποτίθεται ότι ο Πιλάτος στέλνει στον Κλαύδιο, ο επίτροπος περιγράφει τι έχει κάνει όταν του έφεραν εμπρός του το Χριστό, ενώ δε διστάζει να τονίσει ότι οι στρατιώτες που φύλαγαν τον τάφο του Ιησού τον είδαν αναστημένο.
Η επιστολή που στέλνει στον Τιβέριο αποτελεί την απολογία του Πιλάτου, για τη συμμετοχή του στη σταύρωση του Ιησού, ενώ τον ίδιο σκοπό φαίνεται να εξυπηρετεί και η αναφορά του στον αυτοκράτορα, στην οποία γίνεται και σύγκριση του Χριστού με τους θεούς των Ρωμαίων. Φυσικά παρόμοιους σκοπούς εξυπηρετούν και τα υπόλοιπα κείμενα του κύκλου.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αφήγηση του Ιωσήφ για τα γεγονότα. Στην αρχή περιγράφεται η πολιτεία των δύο ληστών που σταυρώθηκαν με το Χριστό, ενώ δίνονται και τα ονόματά τους, Γέστας και Δημάς. Στη συνέχεια γίνεται λόγος για το σχέδιο της σύλληψης του Ιησού και τη δίκη του από τους Ιουδαίους. Αφού ο Κύριος σταυρώνεται από τον Πιλάτο, με λεπτομέρειες παρουσιάζεται ο διάλογος που κάνει με τους δύο ληστές στο σταυρό. Τέλος η αφήγηση κλείνει με την ανάσταση του Κυρίου και την εμφάνισή του μαζί με το ληστή που πίστεψε σε αυτόν, εμπρός στον Ιωσήφ.
Όλες οι παραπάνω διηγήσεις των πράξεων του Πιλάτου ήταν πολύ δημοφιλείς κατά το Μεσαίωνα και διαβάζονταν ανελλιπώς. Αν και ήταν δύσκολο να εξαχθούν από αυτές κάποια πραγματικά στοιχεία για τα γεγονότα του Πάθους, εντούτοις προσεγγίζονταν με σεβασμό και ευλάβεια. Και δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιήθηκαν από την αιθιοπική εκκλησία στην προσπάθειά της να ανακηρύξει άγιο το ρωμαίο επίτροπο, πράγμα που τελικά έγινε.


Η εύρεση του απόκρυφου κειμένου που ονομάστηκε ευαγγέλιο του Πέτρου είναι πράγματι συναρπαστική. Βρέθηκε το χειμώνα του 1886 στην Akhmim της Αιγύπτου στον τάφο ενός μοναχού, μαζί με άλλα δύο κείμενα. Μεταξύ των ερευνητών υπήρξαν πολλές αντιτιθέμενες απόψεις γι’ αυτό, και έτσι οι σχετικές εργασίες που είδαν το φως της δημοσιότητας για την ερμηνεία του, είναι πάρα πολλές.
Είναι πιθανό να γράφτηκε στο πρώτο μισό του δεύτερου αι. μ. Χ. στη Μικρά Ασία, ενώ ο συγγραφέας του φαίνεται να γνώριζε καλά τα κανονικά ευαγγέλια.
Στην αρχή της διήγησης ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία καταλαβαίνει ότι πρόκειται να σταυρώσουν τον Κύριο, και ζητάει το σώμα του για να το ενταφιάσει. Στη συνέχεια περιγράφεται το Πάθος: Φορούν τον κόκκινο μανδύα στον Ιησού και τον βάζουν να καθίσει σε δικαστικό θρόνο, ενώ τον πειράζουν λέγοντάς του να κρίνει το λαό. Τον χτυπούν, τον φτύνουν τον μαστιγώνουν λέγοντας: « Ταύτη τη τιμη τιμήσωμεν τον υιόν του Θεού»
Σταυρώνουν μαζί του δύο κακούργους και πάνω στο σταυρό τοποθετούν την επιγραφή «ούτος έστιν ο βασιλεύς του Ισραήλ». Το μεσημέρι της σταύρωσης έπεσε σκοτάδι σε όλη την Ιουδαία. Αγωνιούσαν τότε οι παρευρισκόμενοι για να μη δύσει ο ήλιος. Δίνουν στο Ιησού να πιει ξύδι και αρκετοί άνθρωποι κυκλοφορούσαν με λυχνάρια σαν να ήταν νύχτα. Ο Κύριος τότε κραύγασε «Η δύναμίς μου, η δύναμις, κατέλειψάς με».
Βγάζουν τότε τα καρφιά από τα χέρια του και τον βάζουν στη γη. Και αυτή σείστηκε και όλοι φοβήθηκαν. Βγήκε κατόπιν ο ήλιος, οι Ιουδαίοι χάρηκαν, ενώ οι στρατιώτες έδωσαν το σώμα του Χριστού στον Ιωσήφ.
Ο λαός τότε αναλογίστηκε το κακό που έκανε και άρχισε να θρηνεί. Μόλις το είδαν αυτό τα μέλη του Συνεδρίου ζήτησαν από τον Πιλάτο στρατό για φρουρά του τάφου και τον σφραγίζουν με εφτά σφραγίσματα.
Πολλοί πήγαν να δουν τον τάφο. Καθώς ξημέρωνε η Κυριακή ακούστηκε δυνατή φωνή από τον ουρανό, που άνοιξε, και δύο άντρες κατέβηκαν και άνοιξαν το μνημείο. Βγήκαν από αυτό με το Χριστό, ενώ τους ακολουθούσε ένας σταυρός.
Την Κυριακή η Μαρία η Μαγδαληνή με άλλες γυναίκες ήρθαν στον τάφο. Τον είδαν ανοιχτό και μέσα του ένας νέος τους πληροφόρησε για την Ανάσταση.
Η διήγηση τελειώνει βρίσκοντας τους μαθητές στην Ιερουσαλήμ να κλαίνε και να είναι θλιμμένοι.
Όπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης του απόκρυφου ευαγγελίου του Πέτρου, πρόκειται για κείμενο που δανείζεται πολλά στοιχεία από τα κανονικά ευαγγέλια και τα χρησιμοποιεί με τον τρόπο που θέλει ο συγγραφέας του, ο οποίος δείχνει να επανερμηνεύει τα γεγονότα του Πάθους. Χαρακτηριστικό του στοιχείο είναι τα πολλά λαϊκά στοιχεία που υπάρχουν στο κείμενο, γεγονός που επιτρέπει την υπόθεση πως θα ήταν αρκετά δημοφιλές ανάγνωσμα και θα κυκλοφορούσε ευρέως ανάμεσα στις μάζες.
Οι μαθητές δε φαίνεται να έχουν σημαντικό ρόλο. Κρύβονταν, γιατί καταζητούνταν από τις αρχές που πίστευαν ότι ήθελαν να βάλουν φωτιά στο Ναό. Στο τέλος ο συγγραφέας βάζει τον Πέτρο και τον αδελφό του Ανδρέα να πηγαίνουν να ρίξουν τα δίχτυα τους στη λίμνη μαζί με το Λευί, το γιο του Αλφαίου.


Το απόκρυφο ευαγγέλιο του Νικόδημου, με το οποίο θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας σημείωμα, είναι πράγματι ένα σύνθετο κείμενο. Αποδίδεται στο επιφανές μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου, Νικόδημο, που ήταν κρυφός μαθητής του Ιησού και είχε φροντίσει μαζί με τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία να πάρουν το σώμα του Κυρίου και να το θάψουν .
Στην ουσία, όπως δέχεται η πλειοψηφία των ερευνητών του έργου, είναι δημιούργημα πολλών πιστών, που ο καθένας πρόσθεσε τη δική του συμβολή για να αποκτήσει αυτό την τελική μορφή του με την οποία μας έχει σήμερα παραδοθεί.
Το ευαγγέλιο του Νικόδημου αρχίζει με τη δίκη του Ιησού από τον Πιλάτο. Οι Ιουδαίοι, εκτός από τις γνωστές κατηγορίες εναντίον του, του αποδίδουν και την κατηγορία της μαγείας. Με πολλές λεπτομέρειες περιγράφεται η κάθοδος του Χριστού στον Άδη και η εμφάνιση Του μετά την ανάσταση στον Ιωσήφ από την Αριμαθαία.
Πιο αναλυτικά, στο πρώτο μέρος υπάρχουν τα πρακτικά της δίκης του Χριστού, όπως τα έχει διασώσει ο Νικόδημος. Αρχικά οι αρχιερείς κατηγορούν τον Ιησού, ενώπιον του Πιλάτου. Η κυριότερη κατηγορία είναι για μαγεία, μιας και έχει γιατρέψει αρρώστους και την ημέρα της αργίας του Σαββάτου. Ο Πιλάτος διατάζει τότε τον αγγελιοφόρο του να φέρει το Χριστό. Αυτός μόλις βλέπει τον Κύριο απλώνει κάτω τη χλαμύδα του για να πατήσει και τον προσκυνάει. Σε ερώτηση του επιτρόπου για την πράξη του, απαντάει πως προσκύνησε το βασιλιά των Ιουδαίων.
Όταν ο Χριστός μπαίνει στο Πραιτώριο οι εικόνες των αυτοκρατόρων έπεσαν και τον προσκύνησαν. Η γυναίκα του Πιλάτου στέλνει μήνυμα να μην του κάνει κακό. Οι αρχιερείς όμως είναι ανένδοτοι και επιμένουν να γίνει η δίκη. Αν και ο Πιλάτος δε βρίσκει εναντίον του κατηγορία, αναγκάζεται να τον οδηγήσει στο σταυρό, παρά την επέμβαση του Νικόδημου και τις μαρτυρίες αυτών που είχαν ευεργετηθεί από τον Κύριο.
Μαζί με το Χριστό σταυρώνονται και οι δύο ληστές, ο Γέστας και ο Δυσμάς. Παρέδωσε το πνεύμα του στις δώδεκα το μεσημέρι και την ίδια ώρα σκοτάδι έπεσε στη γη.
Ο Νικόδημος παίρνει το σώμα του Κυρίου, και γι’ αυτό φυλακίζεται από το Μεγάλο Συνέδριο, ενώ στη συνέχεια της διήγησης στρατιώτες που φύλαγαν τον τάφο διηγούνται τα σχετικά με την ανάσταση γεγονότα. Ο Νικόδημος κατόπιν επισκέπτεται στη φυλακή τον Ιωσήφ, και αυτός του διηγείται τη συνάντησή που είχε με τον αναστημένο Ιησού.
Εδώ τελειώνει το πρώτο μέρος του ευαγγελίου του Νικόδημου. Στο δεύτερο περιγράφεται η κάθοδος του Ιησού στον Άδη από το δίκαιο Συμεών που αναστήθηκε και από τους δύο γιούς του. Μόλις λοιπόν ο Χριστός κατέβηκε στον Άδη, όλος ο σκοτεινός τόπος έλαμψε, πράγμα που γέμισε μεγάλη χαρά τους δίκαιους που βρισκόταν εκεί. Ο Άδης παραδέχτηκε την ήττα του από το βασιλιά της δόξης.
Ο Χριστός έπιασε τον προπάτορα Αδάμ και τον σήκωσε. Τον ευλόγησε στο μέτωπο και το ίδιο έκανε και με τους πατριάρχες του λαού του Θεού, τους προφήτες, τους μάρτυρες και τους προπάτορες. Κατόπιν τους πήρε μαζί του, ενώ στον παράδεισο βρέθηκε και ο μετανοημένος ληστής.
Το ευαγγέλιο του Νικόδημου, όπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, είναι μία πολύ δυνατή διήγηση, αγαπητή στους πιστούς. Οι λεπτομέρειες που έχει είναι εντυπωσιακές, το ύφος του μεγαλοπρεπές και ποιητικό. Πρόκειται πράγματι για ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο που ενέπνευσε και την υμνογραφία και τη ζωγραφική της εκκλησίας, ενώ οι εργασίες των ερευνητών γι’ αυτό συνεχώς αυξάνονται.


Του Νίκου Παύλου

Τι λένε τα απόκρυφα ευαγγέλια για τον Ιούδα τον Ισκαριώτη

Είναι πλέον αποδεδειγμένο και ισχύει για κάθε εποχή εδώ και αιώνες πως όποιος βρίσει τον Χριστό αποκτά πλούτη και μεγάλα κοσμικά αξιώματα. Γιατί είναι αλήθεια πως ο συγγραφέας του Κώδικα Ντα Βίντσι, διάφορες πολιτικές προσωπικότητες κρατών ακόμη και της χώρας μας αλλά και χιλιάδες «πνευματικοί» αγύρτες της παγκόσμιας σκηνής έχουν καταφέρει να πλουτίσουν εκμεταλλευόμενοι την περιέργεια των ανθρώπων και την ροπή προς τη σκανδαλοθηρία αλλά και την άγνοια περί του Ιησού Χριστού. Πρόκειται στην ουσία για τις μεθόδους κύκλων της ανομίας που κύριο στόχο και σκοπό έχουν να απομακρύνουν ακόμη περαιτέρω τον άνθρωπο από τον Θεό να σπείρουν και να ενισχύσουν την αμφιβολία και την αμφισβήτηση προς την Εκκλησία, καλλιεργώντας και επαναφέροντας μυθεύματα και φαντασιώσεις που κυκλοφορούσαν τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες από ανάλογους κύκλους και αποσκοπούσαν να αποδυναμώσουν τις κατά τόπους χριστιανικές κοινότητες.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δύναται να συμπεριληφθεί και το περιβόητο ευαγγέλιο του Ιούδα, μια αναμασημένη ανοησία για την οποία έχει γράψει αναλυτικά ο γνωστός ιστορικός των πρώτων χρόνων μ.Χ. Ειρηναίος. Από τότε αποκαλύπτει το περιεχόμενο αυτής της ανοησίας και το σκοτεινό στόχο που εξυπηρετούσε. Υπήρχαν και άλλα τέτοια απόκρυφα λεγόμενα κείμενα που υποκινούνταν κυρίως από Ιουδαίους πιστούς στο Μωσαϊκό Νόμο και γνωστικιστές της εποχής και αποσκοπούσαν στην αλλοίωση της διδασκαλίας του Χριστού και στον κλονισμό των συνειδήσεων των πρώτων χριστιανών. Μετά βδελυγμίας ωστόσο απορρίπτονταν γιατί η πίστη της συντριπτικής πλειονότητας των πρώτων χριστιανών έμοιαζε με κάστρο απόρθητο στα κτυπήματα του Διαβόλου και των επί γης οπαδών του.
Αξίζουν λοιπόν να κατατεθούν ανάλογες περιγραφές άλλων δύο λεγομένων απόκρυφων ευαγγελίων του Ιωσήφ του απ’ Αριμαθαίας και του Νικοδήμου για να κατανοήσει κανείς το ποιόν και το χαρακτήρα των φαντασιόπληκτων συγγραφέων τους! Στο λεγόμενο απόκρυφο ευαγγέλιο του Ιωσήφ του απ’ Αριμαθαίας επιχειρείται να ερμηνευθεί η προδοσία του Ιούδα του Ισκαριώτη. Γράφεται λοιπόν πως ο Ιούδας ο Ισκαριώτης ήταν γιος του αδελφού του Αρχιερέα Καϊάφα, δηλαδή ανιψιός του και είχε αναλάβει έναντι ενός δίδραχμου χρυσού που ελάμβανε ημερησίως να παρακολουθεί από κοντά τη δραστηριότητα του Ιησού. Είχε γίνει μάλιστα ο Ιούδας ο Ισκαριώτης μαθητής του Ιησού κατ’ απαίτηση του πλήθους των Ιουδαίων και όχι με προσωπική επιλογή. Κατά τις ημέρες του Πάσχα, αναφέρει η συγκεκριμένη αφήγηση ο εκ δεξιών ληστής ομόματι Δημάς είχε συλήσει το ναό του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ κλέπτοντας το νόμο, τον οποίο είχε αναλάβει να φυλάττει η κόρη του Καϊάφα, που ονομαζόταν Σάρα. Μάλιστα προκειμένου ο ληστής Δημάς να ξεφύγει αφαίρεσε τα ρούχα της Σάρας και την εγκατέλειψε στο ναό γυμνή! Οι Ιουδαίοι μαθαίνοντας για την κλοπή κατηγόρησαν ευθέως την κόρη του Καϊάφα και απαιτούσαν την παραδειγματική τιμωρία της. Τότε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης πρότεινε στο θείο του Καϊάφα να παραδώσει τον Ιησού κατηγορώντας ότι αυτός σύλησε το ναό και γύμνωσε την κόρη του για να γλιτώσει η εξαδέλφη του. Εκείνος δέχθηκε και η Σάρα επιβεβαίωσε ότι ο Χριστός ήταν ο κλέπτης του νόμου. Αυτά αναφέρει το λεγόμενο απόκρυφο ευαγγέλιο ή γνωστό ως αφήγηση του Ιωσήφ του απ’ Αριμαθαίας.
Το φερόμενο ως ευαγγέλιο του Νικοδήμου στην διήγηση του περί του Ιούδα αναφέρεται σε ένα διάλογο που διαδραματίστηκε με την γυναίκα του, ο οποίος διάλογος αποτέλεσε και την αιτία που τον οδήγησε στον απαγχονισμό. Αμέσως μετά την προδοσία του Χριστού, όπως γράφεται ο Ιούδας μετέβη στο σπίτι του και τρομοκρατημένος είπε στη γυναίκα του πως ο Χριστός επρόκειτο να αναστηθεί σε τρεις ημέρες και τότε αλίμονό του που τον πρόδωσε. Η γυναίκα του που τον άκουγε ενώ ταυτόχρονα μαγείρευε ένα κόκορα του απάντησε: «Όσο είναι δυνατόν λατρευτέ μου σύζυγε να λαλήσει ο κόκορας που μαγειρεύω άλλο τόσο είναι δυνατή και η Ανάσταση του Χριστού». Δεν πρόλαβε όμως να τελειώσει τη φράση της και ο κόκορας βγήκε από την κατσαρόλα λάλησε τρεις φορές και κατόπιν πέταξε έξω από το σπίτι! Βλέποντας ο Ιούδας ο Ισκαριώτης το θαύμα τούτο φοβήθηκε και πήγε αμέσως και κρεμάστηκε!!!
Στα ανωτέρω αντίστοιχα άστοχα και ανόητα μυθιστορήματα οφείλουμε να συμπεριλάβουμε και το ευαγγέλιο του Ιούδα, το οποίο αποσκοπεί στον πλουτισμό αυτών που επί τριάντα και πλέον χρόνια εργάστηκαν για να συνδέσουν τα κομμάτια του και στη συνέχεια να τα εκδώσουν για να αμειφθούν για την πολύχρονη κοπιαστική εργασία τους… Αυτός άλλωστε ο στόχος ερμηνεύει και την παγκόσμια διαφήμιση και προβολή του!
Ο κ. Ιωάννης Παλαιτσάκης, γνωστός συγγραφέας και νομικός που ασχολείται επί σειρά ετών με τα θέματα αυτά παρουσίασε στo «AKTE» τον τρόπο που λειτουργούσαν αυτά εκείνη την εποχή με ένα χαρακτηριστικό σύγχρονο παράδειγμα. «Φανταστείτε ένα ιστορικό μετά από διακόσια χρόνια να αναφέρει πως ο δικτάτορας Γιώργος Παπαδόπουλος προχώρησε στη δικτατορία έπειτα από συνεννόηση που είχε συνάψει με τους Παπανδρέου και Κανελλόπουλο αλλά και με τη Μόσχα και που αποσκοπούσε σε δύο στόχους. Ο πρώτος αποσκοπούσε στην κατάργηση της βασιλείας στην Ελλάδα και στην καθιέρωση της προεδρευόμενης Δημοκρατίας, και ο δεύτερος στην νομιμοποίηση του ΚΚΕ αμέσως μετά την επαναφορά της Δημοκρατίας». Όσοι έζησαν τα γεγονότα της δικτατορίας είναι φυσικό να μιλήσουν περί αστειοτήτων και ανοησιών. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετώπιζαν και οι χριστιανοί των πρώτων χρόνων τα ανωτέρω κείμενα, τα οποία δυστυχώς σήμερα προβάλουμε για να πλουτίσουμε τους αρρωστημένους «πνευματικούς αγύρτες» της εποχής μας.