Κατά Ματθαίον
7.15 Προσέχετε δε από των ψευδοπροφητών, οίτινες έρχονται προς υμάς εν ενδύμασι προβάτων, έσωθεν δε εισιν λύκοι άρπαγες. 16 από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς· μήτι συλλέγουσιν από ακανθών σταφυλήν ή από τριβόλων σύκα; 17 ούτω πάν δένδρον αγαθόν καρπούς καλούς ποιεί, το δε σαπρόν δένδρον καρπούς πονηρούς ποιεί· 18 ου δύναται δένδρον αγαθόν καρπούς πονηρούς ποιείν, ουδέ δένδρον σαπρόν καρπούς καλούς ποιείν. 19 πάν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πύρ βάλλεται.
8.11 λέγω δε υμίν ότι πολλοί από ανατολών και δυσμών ήξουσιν και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ εν τή βασιλεία των ουρανών, 12 οι δε υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων.
10.17 προσέχετε δε από των ανθρώπων· παραδώσουσι γάρ υμάς εις συνέδρια, και εν ταίς συναγωγαίς αυτών μαστιγώσουσιν υμάς· 18 και επί ηγεμόνας δε και βασιλείς αχθήσεσθε ένεκεν εμού εις μαρτύριον αυτοίς και τοίς έθνεσιν. 19 όταν δε παραδώσωσιν υμάς, μη μεριμνήσητε πώς ή τι λαλήσητε· δοθήσεται γάρ υμίν εν εκείνη τή ώρα τι λαλήσητε· 20 ου γάρ υμείς εστε οι λαλούντες αλλά το Πνεύμα τού πατρός υμών το λαλούν εν υμίν. 21 παραδώσει δε αδελφός αδελφόν εις θάνατον και πατήρ τέκνον, και επαναστήσονται τέκνα επί γονείς και θανατώσουσιν αυτούς· 22 και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων διά το όνομά μου· ο δε υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται.
11.14 και ει θέλετε δέξασθαι, αυτός εστιν Ηλίας ο μέλλων έρχεσθαι
13.37 ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς· Ο σπείρων το καλόν σπέρμα εστίν ο υιός τού ανθρώπου· 38 ο δε αγρός εστιν ο κόσμος· το δε καλόν σπέρμα, ούτοί εισιν οι υιοί της βασιλείας· τα δε ζιζάνιά εισιν οι υιοί τού πονηρού· 39 ο δε εχθρός ο σπείρας αυτά εστιν ο διάβολος· ο δε θερισμός συντέλεια τού αιώνός εστιν· οι δε θερισταί άγγελοί εισιν.
40 ώσπερ ούν συλλέγεται τα ζιζάνια και πυρί καίεται, ούτως έσται εν τή συντελεία τού αιώνος· 41 αποστελεί ο υιός τού ανθρώπου τους αγγέλους αυτού, και συλλέξουσιν εκ της βασιλείας αυτού πάντα τα σκάνδαλα και τους ποιούντας την ανομίαν, 42 και βαλούσιν αυτούς εις την κάμινον τού πυρός· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων. 43 Τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τή βασιλεία τού πατρός αυτών.
13.49 ούτως έσται εν τή συντελεία τού αιώνος. εξελεύσονται οι άγγελοι και αφοριούσι τους πονηρούς εκ μέσου των δικαίων
17.10 Καί επηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες· Τί ούν οι γραμματείς λέγουσιν ότι Ηλίαν δεί ελθείν πρώτον; 11 ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς· Ηλίας μέν έρχεται πρώτον και αποκαταστήσει πάντα· 12 λέγω δε υμίν ότι Ηλίας ήδη ήλθε, και ουκ επέγνωσαν αυτόν, αλλ' εποίησαν εν αυτώ όσα ηθέλησαν· ούτω και ο υιός τού ανθρώπου μέλλει πάσχειν υπ' αυτών. 13 τότε συνήκαν οι μαθηταί ότι περί Ιωάννου τού βαπτιστού είπεν αυτοίς.
21.43 διά τούτο λέγω υμίν ότι αρθήσεται αφ' υμών η βασιλεία τού Θεού και δοθήσεται έθνει ποιούντι τους καρπούς αυτής·
22.30 εν γάρ τή αναστάσει ούτε γαμούσιν ούτε εκγαμίζονται, αλλ' ως άγγελοι Θεού εν ουρανώ εισι.
23.37 Ιερουσαλήμ Ιερουσαλήμ, η αποκτέννουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν! ποσάκις ηθέλησα επισυναγαγείν τα τέκνα σου ον τρόπον όρνις επισυνάγει τα νοσσία εαυτής υπό τας πτέρυγας, και ουκ ηθελήσατε.
24.4 και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς· Βλέπετε μη τις υμάς πλανήση. 5 πολλοί γάρ ελεύσονται επί τώ ονόματί μου λέγοντες, εγώ ειμι ο Χριστός, και πολλούς πλανήσουσι. 6 μελλήσετε δε ακούειν πολέμους και ακοάς πολέμων· οράτε, μη θροείσθε· δεί γάρ πάντα γενέσθαι, αλλ' ούπω εστί το τέλος. 7 εγερθήσεται γάρ έθνος επί έθνος και βασιλεία επί βασιλείαν, και έσονται λιμοί και σεισμοί κατά τόπους· 8 πάντα δε ταύτα αρχή ωδίνων. 9 τότε παραδώσουσιν υμάς εις θλίψιν και αποκτενούσιν υμάς, και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων των εθνών διά το όνομά μου.
10 και τότε σκανδαλισθήσονται πολλοί και αλλήλους παραδώσουσι και μισήσουσιν αλλήλους. 11 και πολλοί ψευδοπροφήται εγερθήσονται και πλανήσουσι πολλούς, 12 και διά το πληθυνθήναι την ανομίαν ψυγήσεται η αγάπη των πολλών. 13 ο δε υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται. 14 και κηρυχθήσεται τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τή οικουμένη εις μαρτύριον πάσιν τοίς έθνεσι, και τότε ήξει το τέλος. 15 Όταν ούν ίδητε το βδέλυγμα της ερημώσεως το ρηθέν διά Δανιήλ τού προφήτου εστώς εν τόπω αγίω - ο αναγινώσκων νοείτω - 16 τότε οι εν τή Ιουδαία φευγέτωσαν επί τα όρη, 17 ο επί τού δώματος μη καταβαινέτω άραι τα εκ της οικίας αυτού, 18 και ο εν τώ αγρώ μη επιστρεψάτω οπίσω άραι τα ιμάτια αυτού. 19 ουαί δε ταίς εν γαστρί εχούσαις και ταίς θηλαζούσαις εν εκείναις ταίς ημέραις.
20 προσεύχεσθε δε ίνα μη γένηται η φυγή υμών χειμώνος μηδέ σαββάτω. 21 έσται γάρ τότε θλίψις μεγάλη, οία ου γέγονεν απ' αρχής κόσμου έως τού νύν ουδ' ου μη γένηται. 22 και ει μη εκολοβώθησαν αι ημέραι εκείναι, ουκ αν εσώθη πάσα σάρξ· διά δε τους εκλεκτούς κολοβωθήσονται αι ημέραι εκείναι. 23 τότε εάν τις υμίν είπη, ιδού ώδε ο Χριστός ή ώδε, μη πιστεύσητε· 24 εγερθήσονται γάρ ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και δώσουσι σημεία μεγάλα και τέρατα, ώστε πλανήσαι, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς. 25 ιδού προείρηκα υμίν. 26 εάν ούν είπωσιν υμίν, ιδού εν τή ερήμω εστί, μη εξέλθητε, ιδού εν τοίς ταμείοις, μη πιστεύσητε· 27 ώσπερ γάρ η αστραπή εξέρχεται από ανατολών και φαίνεται έως δυσμών, ούτως έσται και η παρουσία τού υιού τού ανθρώπου· 28 όπου γάρ εάν ή το πτώμα, εκεί συναχθήσονται οι αετοί. 29 Ευθέως δε μετά την θλίψιν των ημερών εκείνων ο ήλιος σκοτισθήσεται και η σελήνη ου δώσει το φέγγος αυτής, και οι αστέρες πεσούνται από τού ουρανού, και αι δυνάμεις των ουρανών σαλευθήσονται.
30 και τότε φανήσεται το σημείον τού υιού τού ανθρώπου εν τώ ουρανώ, και τότε κόψονται πάσαι αι φυλαί της γής και όψονται τον υιόν τού ανθρώπου ερχόμενον επί των νεφελών τού ουρανού μετά δυνάμεως και δόξης πολλής. 31 και αποστελεί τους αγγέλους αυτού μετά σάλπιγγος φωνής μεγάλης, και επισυνάξουσι τους εκλεκτούς αυτού εκ των τεσσάρων ανέμων απ' άκρων ουρανών έως άκρων αυτών. 32 Από δε της συκής μάθετε την παραβολήν. όταν ήδη ο κλάδος αυτής γένηται απαλός και τα φύλλα εκφύη, γινώσκετε ότι εγγύς το θέρος· 33 ούτω και υμείς όταν ίδητε ταύτα πάντα, γινώσκετε ότι εγγύς εστιν επί θύραις. 34 αμήν λέγω υμίν, ου μη παρέλθη η γενεά αύτη έως αν πάντα ταύτα γένηται
24.36 Περί δε της ημέρας εκείνης και ώρας ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι των ουρανών, ει μη ο πατήρ μου μόνος. 37 ώσπερ δε αι ημέραι τού Νώε, ούτως έσται και η παρουσία τού υιού τού ανθρώπου. 38 ώσπερ γάρ ήσαν εν ταίς ημέραις ταίς πρό τού κατακλυσμού τρώγοντες και πίνοντες, γαμούντες και εκγαμίζοντες, άχρι ής ημέρας εισήλθε Νώε εις την κιβωτόν, 39 και ουκ έγνωσαν έως ήλθεν ο κατακλυσμός και ήρεν άπαντας, ούτως έσται και η παρουσία τού υιού τού ανθρώπου.
Κατά Μάρκον
12.25 όταν γάρ εκ νεκρών αναστώσιν, ούτε γαμούσιν ούτε γαμίζονται, αλλ' εισίν ως άγγελοι οι εν τοίς ουρανοίς.
13.5 ο δε Ιησούς αποκριθείς ήρξατο λέγειν αυτοίς· Βλέπετε μη τις υμάς πλανήση. 6 πολλοί γάρ ελεύσονται επί τώ ονόματί μου λέγοντες ότι εγώ ειμι, και πολλούς πλανήσουσιν. 7 όταν δε ακούσητε πολέμους και ακοάς πολέμων, μη θροείσθε· δεί γάρ γενέσθαι, αλλ' ούπω το τέλος. 8 εγερθήσεται γάρ έθνος επί έθνος και βασιλεία επί βασιλείαν, και έσονται σεισμοί κατά τόπους, και έσονται λιμοί και ταραχαί. 9 αρχαί ωδίνων ταύτα. Βλέπετε δε υμείς εαυτούς. παραδώσουσι γάρ υμάς εις συνέδρια και εν ταίς συναγωγαίς αυτών δαρήσεσθε, και επί ηγεμόνων και βασιλέων σταθήσεσθε ένεκεν εμού εις μαρτύριον αυτοίς·
10 και εις πάντα τα έθνη δεί πρώτον κηρυχθήναι το ευαγγέλιον. 11 όταν δε αγάγωσιν υμάς παραδιδόντες, μη προμεριμνάτε τι λαλήσητε, μηδέ μελετάτε, αλλ' ό εάν δοθή υμίν εν εκείνη τή ώρα, τούτο λαλείτε· ου γάρ υμείς εστε οι λαλούντες, αλλά το Πνεύμα το άγιον. 12 παραδώσει δε αδελφός αδελφόν εις θάνατον και πατήρ τέκνον, και επαναστήσονται τέκνα επί γονείς και θανατώσουσιν αυτούς. 13 και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων διά το όνομά μου· ο δε υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται. 14 Όταν δε ίδητε το βδέλυγμα της ερημώσεως το ρηθέν υπό Δανιήλ τού προφήτου εστώς όπου ου δεί - ο αναγινώσκων νοείτω - τότε οι εν τή Ιουδαία φευγέτωσαν εις τα όρη, 15 ο δε επί τού δώματος μη καταβάτω εις την οικίαν μηδέ εισελθέτω άραί τι εκ της οικίας αυτού, 16 και ο εις τον αγρόν ών μη επιστρεψάτω εις τα οπίσω άραι το ιμάτιον αυτού. 17 ουαί δε ταίς εν γαστρί εχούσαις και ταίς θηλαζούσαις εν εκείναις ταίς ημέραις. 18 προσεύχεσθε δε ίνα μη γένηται η φυγή υμών χειμώνος. 19 έσονται γάρ αι ημέραι εκείναι θλίψις, οία ου γέγονε τοιαύτη απ' αρχής κτίσεως ής έκτισεν ο Θεός έως τού νύν και ου μη γένηται.
20 και ει μη εκολόβωσε Κύριος τας ημέρας ουκ αν εσώθη πάσα σάρξ· αλλά διά τους εκλεκτούς ούς εξελέξατο εκολόβωσε τας ημέρας. 21 και τότε εάν τις υμίν είπη, ιδού ώδε ο Χριστός, ιδού εκεί, μη πιστεύετε. 22 εγερθήσονται γάρ ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και δώσουσι σημεία και τέρατα προς το αποπλανάν, ει δυνατόν και τους εκλεκτούς. 23 υμείς δε βλέπετε· ιδού προείρηκα υμίν άπαντα. 24 Αλλ' εν εκείναις ταίς ημέραις, μετά την θλίψιν εκείνην ο ήλιος σκοτισθήσεται, και η σελήνη ου δώσει το φέγγος αυτής, 25 και οι αστέρες έσονται εκ τού ουρανού πίπτοντες, και αι δυνάμεις αι εν τοίς ουρανοίς σαλευθήσονται. 26 και τότε όψονται τον υιόν τού ανθρώπου ερχόμενον εν νεφέλαις μετά δυνάμεως πολλής και δόξης. 27 και τότε αποστελεί τους αγγέλους αυτού και επισυνάξει τους εκλεκτούς αυτού εκ των τεσσάρων ανέμων, απ' άκρου της γής έως τού ουρανού. 28 Από δε της συκής μάθετε την παραβολήν. όταν αυτής ο κλάδος ήδη γένηται απαλός και εκφύη τα φύλλα, γινώσκετε ότι εγγύς το θέρος εστίν· 29 ούτω και υμείς, όταν ίδητε ταύτα γινόμενα, γινώσκετε ότι εγγύς εστιν επί θύραις.
30 αμήν λέγω υμίν ότι ου μη παρέλθη η γενεά αύτη μέχρις ού πάντα ταύτα γένηται.
16.16 ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται·
Κατά Λουκάν
13.33 πλήν δεί με σήμερον και αύριον και τή εχομένη πορεύεσθαι, ότι ουκ ενδέχεται προφήτην απολέσθαι έξω Ιερουσαλήμ. 34 Ιερουσαλήμ Ιερουσαλήμ, η αποκτένουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν! ποσάκις ηθέλησα επισυνάξαι τα τέκνα σου ον τρόπον όρνις την εαυτής νοσσιάν υπό τας πτέρυγας, και ουκ ηθελήσατε! 35 ιδού αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος. λέγω δε υμίν ότι ου μη με ίδητε έως αν ήξη ότε είπητε· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.
16.26 και επί πάσι τούτοις μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν προς υμάς μη δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν.
17.24 ώσπερ γάρ η αστραπή αστράπτουσα εκ της υπ' ουρανόν λάμπει, ούτως έσται και ο υιός τού ανθρώπου εν τή ημέρα αυτού. 25 πρώτον δε δεί αυτόν πολλά παθείν και αποδοκιμασθήναι από της γενεάς ταύτης. 26 και καθώς εγένετο εν ταίς ημέραις Νώε, ούτως έσται και εν ταίς ημέραις τού υιού τού ανθρώπου· 27 ήσθιον, έπινον, εγάμουν, εξεγαμίζοντο, άχρι ής ημέρας εισήλθε Νώε εις την κιβωτόν, και ήλθεν ο κατακλυσμός και απώλεσεν άπαντας. 28 ομοίως και ως εγένετο εν ταίς ημέραις Λώτ· ήσθιον, έπινον, ηγόραζον, επώλουν, εφύτευον, ωκοδόμουν· 29 ή δε ημέρα εξήλθε Λώτ από Σοδόμων, έβρεξε πύρ και θείον απ' ουρανού και απώλεσεν άπαντας. 30 κατά τα αυτά έσται ή ημέρα ο υιός τού ανθρώπου αποκαλύπτεται.
19.41 και ως ήγγισεν, ιδών την πόλιν έκλαυσεν επ' αυτή, λέγων 42 ότι Ει έγνως και σύ και γε εν τή ημέρα σου ταύτη, τα προς ειρήνην σου! νύν δε εκρύβη από οφθαλμών σου· 43 ότι ήξουσιν ημέραι επί σε και περιβαλούσιν οι εχθροί σου χάρακά σοι και περικυκλώσουσί σε και συνέξουσί σε πάντοθεν, 44 και εδαφιούσί σε και τα τέκνα σου εν σοί, και ουκ αφήσουσιν εν σοί λίθον επί λίθω, ανθ' ών ουκ έγνως τον καιρόν της επισκοπής σου.
20.34 και αποκριθείς είπεν αυτοίς ο Ιησούς· Οι υιοί τού αιώνος τούτου γαμούσι και εκγαμίζονται· 35 οι δε καταξιωθέντες τού αιώνος εκείνου τυχείν και της αναστάσεως της εκ νεκρών ούτε γαμούσιν ούτε γαμίζονται· 36 ούτε γάρ αποθανείν έτι δύνανται· ισάγγελοι γάρ εισι, και υιοί εισι τού Θεού, της αναστάσεως υιοί όντες.
20.46 Προσέχετε από των γραμματέων των θελόντων περιπατείν εν στολαίς και φιλούντων ασπασμούς εν ταίς αγοραίς και πρωτοκαθεδρίας εν ταίς συναγωγαίς και πρωτοκλισίας εν τοίς δείπνοις, 47 οί κατεσθίουσιν τας οικίας των χηρών και προφάσει μακρά προσεύχονται· ούτοι λήψονται περισσότερον κρίμα.
21.5 Καί τινων λεγόντων περί τού ιερού ότι λίθοις καλοίς και αναθήμασι κεκόσμηται, είπε· 6 Ταύτα ά θεωρείτε, ελεύσονται ημέραι εν αίς ουκ αφεθήσεται λίθος επί λίθω ός ου καταλυθήσεται.
21.7 επηρώτησαν δε αυτόν λέγοντες· Διδάσκαλε, πότε ούν ταύτα έσται, και τι το σημείον όταν μέλλη ταύτα γίνεσθαι; 8 ο δε είπε· Βλέπετε μη πλανηθήτε· πολλοί γάρ ελεύσονται επί τώ ονόματί μου λέγοντες ότι εγώ ειμι και ο καιρός ήγγικε. μη ούν πορευθήτε οπίσω αυτών. 9 όταν δε ακούσητε πολέμους και ακαταστασίας, μη πτοηθήτε· δεί γάρ ταύτα γενέσθαι πρώτον, αλλ' ουκ ευθέως το τέλος.
10 τότε έλεγεν αυτοίς· Εγερθήσεται έθνος επί έθνος και βασιλεία επί βασιλείαν, 11 σεισμοί τε μεγάλοι κατά τόπους και λιμοί και λοιμοί έσονται, φόβητρά τε και σημεία απ' ουρανού μεγάλα έσται. 12 πρό δε τούτων πάντων επιβαλούσιν εφ' υμάς τας χείρας αυτών και διώξουσι, παραδιδόντες εις συναγωγάς και φυλακάς, αγομένους επί βασιλείς και ηγεμόνας ένεκεν τού ονόματός μου· 13 αποβήσεται δε υμίν εις μαρτύριον. 14 θέτε ούν εις τας καρδίαις υμών μη προμελετάν απολογηθήναι· 15 εγώ γάρ δώσω υμίν στόμα και σοφίαν, ή ου δυνήσονται αντειπείν ουδέ αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι υμίν. 16 παραδοθήσεσθε δε και υπό γονέων και συγγενών και φίλων και αδελφών, και θανατώσουσιν εξ υμών, 17 και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων διά το όνομά μου· 18 και θρίξ εκ της κεφαλής υμών ου μη απόληται· 19 εν τή υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών.
20 όταν δε ίδητε κυκλουμένην υπό στρατοπέδων την Ιερουσαλήμ, τότε γνώτε ότι ήγγικεν η ερήμωσις αυτής. 21 τότε οι εν τή Ιουδαία φευγέτωσαν εις τα όρη, και οι εν μέσω αυτής εκχωρείτωσαν, και οι εν ταίς χώραις μη εισερχέσθωσαν εις αυτήν, 22 ότι ημέραι εκδικήσεως αύταί εισι τού πληρωθήναι πάντα τα γεγραμμένα. 23 ουαί δε ταίς εν γαστρί εχούσαις και ταίς θηλαζούσαις εν εκείναις ταίς ημέραις· έσται γάρ τότε ανάγκη μεγάλη επί της γής και οργή τώ λαώ τούτω, 24 και πεσούνται στόματι μαχαίρας, και αιχμαλωτισθήσονται εις πάντα τα έθνη, και Ιερουσαλήμ έσται πατουμένη υπό εθνών άχρι ού πληρωθώσι καιροί εθνών. 25 Καί έσται σημεία εν ηλίω και σελήνη και άστροις, και επί της γής συνοχή εθνών εν απορία ηχούσης θαλάσσης και σάλου, 26 αποψυχόντων ανθρώπων από φόβου και προσδοκίας των επερχομένων τή οικουμένη· αι γάρ δυνάμεις των ουρανών σαλευθήσονται. 27 και τότε όψονται τον υιόν τού ανθρώπου ερχόμενον εν νεφέλη μετά δυνάμεως και δόξης πολλής. 28 αρχομένων δε τούτων γίνεσθαι ανακύψατε και επάρατε τας κεφαλάς υμών, διότι εγγίζει η απολύτρωσις υμών.
23.28 στραφείς δε προς αυτάς ο Ιησούς είπε· Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε επ' εμέ, πλήν εφ' εαυτάς κλαίετε και επί τα τέκνα υμών. 29 ότι ιδού έρχονται ημέραι εν αίς ερούσι· μακάριαι αι στείραι και κοιλίαι αί ουκ εγέννησαν, και μαστοί οί ουκ εθήλασαν. 30 τότε άρξονται λέγειν τοίς όρεσι, πέσετε εφ' ημάς, και τοίς βουνοίς, καλύψατε ημάς·
Κατά Ιωάννην
6.40 τούτο δε εστι το θέλημα τού πέμψαντός με, ίνα πάς ο θεωρών τον υιόν και πιστεύων εις αυτόν έχη ζωήν αιώνιον, και αναστήσω αυτόν εγώ τή εσχάτη ημέρα.
Προς Ρωμαίους
11.25 Ου γάρ θέλω υμάς αγνοείν, αδελφοί, το μυστήριον τούτο, ίνα μη ήτε παρ' εαυτοίς φρόνιμοι, ότι πώρωσις από μέρους τώ Ισραήλ γέγονεν άχρις ού το πλήρωμα των εθνών εισέλθη, 26 και ούτω πάς Ισραήλ σωθήσεται, καθώς γέγραπται·
Προς Κορινθίους Α’
14.21 εν τώ νόμω γέγραπται ότι εν ετερογλώσσοις και εν χείλεσιν ετέροις λαλήσω τώ λαώ τούτω, και ουδ' ούτως εισακούσονταί μου λέγει Κύριος.
15.24 είτα το τέλος, όταν παραδώ την βασιλείαν τώ Θεώ και πατρί, όταν καταργήση πάσαν αρχήν και πάσαν εξουσίαν και δύναμιν. 25 δεί γάρ αυτόν βασιλεύειν άχρις ού αν θή πάντας τους εχθρούς υπό τους πόδας αυτού. 26 έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος· 27 πάντα γάρ υπέταξεν υπό τους πόδας αυτού. όταν δε είπη ότι πάντα υποτέτακται, δήλον ότι εκτός τού υποτάξαντος αυτώ τα πάντα. 28 όταν δε υποταγή αυτώ τα πάντα, τότε και αυτός ο υιός υποταγήσεται τώ υποτάξαντι αυτώ τα πάντα, ίνα ή ο Θεός τα πάντα εν πάσιν.
Προς Κορινθίους B’
11.4 ει μέν γάρ ο ερχόμενος άλλον Ιησούν κηρύσσει ον ουκ εκηρύξαμεν, ή πνεύμα έτερον λαμβάνετε ό ουκ ελάβετε, ή ευαγγέλιον έτερον ό ουκ εδέξασθε, καλώς ανείχεσθε.
Προς Εφεσίους
6.12 ότι ουκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας τού σκότους τού αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοίς επουρανίοις. 13 διά τούτο αναλάβετε την πανοπλίαν τού Θεού, ίνα δυνηθήτε αντιστήναι εν τή ημέρα τή πονηρά και άπαντα κατεργασάμενοι στήναι. 14 στήτε ούν περιζωσάμενοι την οσφύν υμών εν αληθεία, και ενδυσάμενοι τον θώρακα της δικαιοσύνης, 15 και υποδησάμενοι τους πόδας εν ετοιμασία τού ευαγγελίου της ειρήνης, 16 εν πάσιν αναλαβόντες τον θυρεόν της πίστεως, εν ώ δυνήσεσθε πάντα τα βέλη τού πονηρού τα πεπυρωμένα σβέσαι· 17 και την περικεφαλαίαν τού σωτηρίου δέξασθε, και την μάχαιραν τού Πνεύματος, ό εστι ρήμα Θεού,
Προς Θεσσαλονικείς Α’
2.16 κωλυόντων ημάς τοίς έθνεσι λαλήσαι ίνα σωθώσιν, εις το αναπληρώσαι αυτών τας αμαρτίας πάντοτε. έφθασε δε επ' αυτούς η οργή εις τέλος.
4.14 ει γάρ πιστεύομεν ότι Ιησούς απέθανε και ανέστη, ούτω και ο Θεός τους κοιμηθέντας διά τού Ιησού άξει σύν αυτώ. 15 τούτο γάρ υμίν λέγομεν εν λόγω Κυρίου, ότι ημείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι εις την παρουσίαν τού Κυρίου ου μη φθάσωμεν τους κοιμηθέντας· 16 ότι αυτός ο Κύριος εν κελεύσματι, εν φωνή αρχαγγέλου και εν σάλπιγγι Θεού καταβήσεται απ' ουρανού, και οι νεκροί εν Χριστώ αναστήσονται πρώτον, 17 έπειτα ημείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι άμα σύν αυτοίς αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις εις απάντησιν τού Κυρίου εις αέρα, και ούτω πάντοτε σύν Κυρίω εσόμεθα. 18 Ώστε παρακαλείτε αλλήλους εν τοίς λόγοις τούτοις.
5.1 Περί δε των χρόνων και των καιρών, αδελφοί, ου χρείαν έχετε υμίν γράφεσθαι· 2 αυτοί γάρ ακριβώς οίδατε ότι η ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί ούτως έρχεται. 3 όταν λέγωσιν, ειρήνη και ασφάλεια, τότε αιφνίδιος αυτοίς εφίσταται όλεθρος, ώσπερ η ωδίν τή εν γαστρί εχούση, και ου μη εκφύγωσιν. 4 υμείς δε, αδελφοί, ουκ εστέ εν σκότει, ίνα η ημέρα υμάς ως κλέπτης καταλάβη·
Προς Θεσσαλονικείς Β’
1.6 είπερ δίκαιον παρά Θεώ ανταποδούναι τοίς θλίβουσιν υμάς θλίψιν 7 και υμίν τοίς θλιβομένοις άνεσιν μεθ' ημών, εν τή αποκαλύψει τού Κυρίου Ιησού απ' ουρανού μετ' αγγέλων δυνάμεως αυτού 8 εν πυρί φλογός, διδόντος εκδίκησιν τοίς μη ειδόσι Θεόν και τοίς μη υπακούουσι τώ ευαγγελίω τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, 9 οίτινες δίκην τίσουσιν όλεθρον αιώνιον από προσώπου τού Κυρίου και από της δόξης της ισχύος αυτού, 10 όταν έλθη ενδοξασθήναι εν τοίς αγίοις αυτού και θαυμασθήναι εν πάσι τοίς πιστεύσασιν, ότι επιστεύθη το μαρτύριον ημών εφ' υμάς, εν τή ημέρα εκείνη.
2.2 εις το μη ταχέως σαλευθήναι υμάς από τού νοός μηδέ θροείσθαι μήτε διά πνεύματος μήτε διά λόγου μήτε δι' επιστολής ως δι' ημών, ως ότι ενέστηκεν η ημέρα τού Χριστού. 3 μη τις υμάς εξαπατήση κατά μηδένα τρόπον· ότι εάν μη έλθη η αποστασία πρώτον και αποκαλυφθή ο άνθρωπος της αμαρτίας, ο υιός της απωλείας, 4 ο αντικείμενος και υπεραιρόμενος επί πάντα λεγόμενον Θεόν ή σέβασμα, ώστε αυτόν εις τον ναόν τού Θεού καθίσαι, αποδεικνύντα εαυτόν ότι έστι Θεός. 5 Ου μνημονεύετε ότι έτι ών προς υμάς ταύτα έλεγον υμίν; 6 και νύν το κατέχον οίδατε, εις το αποκαλυφθήναι αυτόν εν τώ εαυτού καιρώ· 7 το γάρ μυστήριον ήδη ενεργείται της ανομίας, μόνον ο κατέχων άρτι έως εκ μέσου γένηται· 8 και τότε αποκαλυφθήσεται ο άνομος, ον ο Κύριος αναλώσει τώ πνεύματι τού στόματος αυτού και καταργήσει τή επιφανεία της παρουσίας αυτού· 9 ού εστιν η παρουσία κατ' ενέργειαν τού σατανά εν πάση δυνάμει και σημείοις και τέρασι ψεύδους 10 και εν πάση απάτη της αδικίας εν τοίς απολλυμένοις, ανθ' ών την αγάπην της αληθείας ουκ εδέξαντο εις το σωθήναι αυτούς· 11 και διά τούτο πέμψει αυτοίς ο Θεός ενέργειαν πλάνης εις το πιστεύσαι αυτούς τώ ψεύδει, 12 ίνα κριθώσι πάντες οι μη πιστεύσαντες τή αληθεία, αλλ' ευδοκήσαντες εν τή αδικία.
Προς Τιμόθεον Α’
1.1 Τό δε Πνεύμα ρητώς λέγει ότι εν υστέροις καιροίς αποστήσονταί τινες της πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις και διδασκαλίαις δαιμονίων, 2 εν υποκρίσει ψευδολόγων, κεκαυστηριασμένων την ιδίαν συνείδησιν, 3 κωλυόντων γαμείν, απέχεσθαι βρωμάτων ά ο Θεός έκτισεν εις μετάληψιν μετά ευχαριστίας τοίς πιστοίς και επεγνωκόσι την αλήθειαν.
Προς Τιμόθεον Β’
3.1 Τούτο δε γίνωσκε, ότι εν εσχάταις ημέραις ενστήσονται καιροί χαλεποί· 2 έσονται γάρ οι άνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, αλαζόνες, υπερήφανοι, βλάσφημοι, γονεύσιν απειθείς, αχάριστοι, ανόσιοι, 3 άστοργοι, άσπονδοι, διάβολοι, ακρατείς, ανήμεροι, αφιλάγαθοι, 4 προδόται, προπετείς, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μάλλον ή φιλόθεοι, 5 έχοντες μόρφωσιν ευσεβείας, την δε δύναμιν αυτής ηρνημένοι. και τούτους αποτρέπου. 6 εκ τούτων γάρ εισιν οι ενδύνοντες εις τας οικίας και αιχμαλωτίζοντες γυναικάρια σεσωρευμένα αμαρτίαις, αγόμενα επιθυμίαις ποικίλαις, 7 πάντοτε μανθάνοντα και μηδέποτε εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν δυνάμενα.
3.12 και πάντες δε οι θέλοντες ευσεβώς ζήν εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται· 13 πονηροί δε άνθρωποι και γόητες προκόψουσιν επί το χείρον, πλανώντες και πλανώμενοι.
4.3 έσται γάρ καιρός ότε της υγιαινούσης διδασκαλίας ουκ ανέξονται, αλλά κατά τας επιθυμίας τας ιδίας εαυτοίς επισωρεύσουσι διδασκάλους κνηθόμενοι την ακοήν, 4 και από μέν της αληθείας την ακοήν αποστρέψουσιν, επί δε τους μύθους εκτραπήσονται.
Προς Εβραίους
10.37 έτι γάρ μικρόν όσον, ο ερχόμενος ήξει και ου χρονιεί.
Καθολική επιστολή Ιακώβου
5.1 Άγε νύν οι πλούσιοι, κλαύσατε ολολύζοντες επί ταίς ταλαιπωρίαις υμών ταίς επερχομέναις. 2 ο πλούτος υμών σέσηπε και τα ιμάτια υμών σητόβρωτα γέγονεν, 3 ο χρυσός υμών και ο άργυρος κατίωται, και ο ιός αυτών εις μαρτύριον υμίν έσται και φάγεται τας σάρκας υμών. ως πύρ εθησαυρίσατε εν εσχάταις ημέραις.
Καθολική επιστολή Πέτρου Β’
3.3 τούτο πρώτον γινώσκοντες, ότι ελεύσονται επ' εσχάτων των ημερών εμπαίκται, κατά τας ιδίας επιθυμίας αυτών πορευόμενοι 4 και λέγοντες· που εστιν η επαγγελία της παρουσίας αυτού; αφ' ής γάρ οι πατέρες εκοιμήθησαν, πάντα ούτω διαμένει απ' αρχής κτίσεως.
3.10 Ήξει δε η ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί, εν ή ουρανοί ροιζηδόν παρελεύσονται, στοιχεία δε καυσούμενα λυθήσονται, και γη και τα εν αυτή έργα κατακαήσεται.
Καθολική επιστολή Ιωάννου Α’
2.18 Παιδία, εσχάτη ώρα εστί, και καθώς ηκούσατε ότι ο αντίχριστος έρχεται, και νύν αντίχριστοι πολλοί γεγόνασιν· όθεν γινώσκομεν ότι εσχάτη ώρα εστίν.
2.22 τις εστιν ο ψεύστης ει μη ο αρνούμενος ότι Ιησούς ουκ έστιν ο Χριστός; ούτός εστιν ο αντίχριστος, ο αρνούμενος τον πατέρα και τον υιόν.
4.2 εν τούτω γινώσκετε το πνεύμα τού Θεού· πάν πνεύμα ό ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ τού Θεού εστι· 3 και πάν πνεύμα ό μη ομολογεί τον Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ τού Θεού ουκ έστι· και τούτό εστι το τού αντιχρίστου, ό ακηκόατε ότι έρχεται, και νύν εν τώ κόσμω εστίν ήδη.
Καθολική επιστολή Ιωάννου Β’
1.7 ότι πολλοί πλάνοι εισήλθον εις τον κόσμον, οι μη ομολογούντες Ιησούν Χριστόν ερχόμενον εν σαρκί· ούτός εστιν ο πλάνος και ο αντίχριστος.
Καθολική επιστολή Ιούδα
1.17 Υμείς δε, αγαπητοί, μνήσθητε των ρημάτων των προειρημένων υπό των αποστόλων τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, 18 ότι έλεγον υμίν ότι εν εσχάτω χρόνω έσονται εμπαίκται κατά τας εαυτών επιθυμίας πορευόμενοι των ασεβειών. 19 Ούτοί εισιν οι αποδιορίζοντες, ψυχικοί, Πνεύμα μη έχοντες.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου